Της Μαρίας Αδαμαντίδου
Από την Εφημερίδα των Συντακτών
Μπορεί κανείς να χωρίσει τους Αιγυπτιώτες Ελληνες σε δυο κατηγορίες: αυτούς που δηλώνουν γιατρεμένοι από τη νοσταλγία της γενέτειρας γης και αυτούς που αφήνουν να σιγοκαίει ακόμη μέσα τους ο γλυκόπικρος πόνος για τη χαμένη πατρίδα που είναι η Αίγυπτος.
Πιστεύω ότι ο δρ Νικόλας Σφήκας —με διδακτορικό από το ΑΠΘ και πλούσια μελετητική και καλλιτεχνική δράση— ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, με τη διαφορά ότι είναι ένας από τους λίγους όπου η νοσταλγία λειτουργεί σαν κίνητρο για δημιουργία και προσφορά. Οπως λέει και ο ίδιος, το βιβλίο, προϊόν πολύχρονης μελέτης, «γεννήθηκε από την επιθυμία μου να συμβάλλω […] στη διάσωση της ιστορικής μνήμης του ελληνισμού της Αιγύπτου», αλλά και για να δώσει αφορμές για περαιτέρω έρευνα.
Γέννημα-θρέμμα του Καΐρου και γόνος οικογένειας εκπαιδευτικών, ο Σφήκας γοητεύτηκε από την Αλεξάνδρεια όπου παραθέριζε μικρός γιατί «συνειδητοποίησα ότι στο χείλος της Αφρικής μεσουρανεί η Ευρώπη», φράση που συνοψίζει γλαφυρά μία από τις πολλές πραγματικότητες αυτής της πόλης που κατέχει ξεχωριστή θέση στην ελληνική και παγκόσμια ιστορία.
Ο τίτλος «Αλεξάνδρεια, από τον Καβάφη στον Μ. Αλέξανδρο: Ιστορία και αρχιτεκτονική – Δυο ελληνικά τετράγωνα (εκδόσεις ΑΩ)», αποδίδει με ακρίβεια το περιεχόμενο του βιβλίου.
Η εξιστόρηση της διαδρομής αιώνων, από την ίδρυσή της από τον Μέγα Αλέξανδρο μέχρι τα χρόνια του Καβάφη, είναι συνοπτική και συνάμα περιεκτική.
Τα «πτολεμαϊκά θαύματα», η παρακμή, οι καταστροφικοί σεισμοί, η επέλαση των Αράβων, οι πόλεμοι, οι διώξεις, οι πανδημίες, η λίμνη Μαρεώτιδα, το εμπόριο του βάμβακα και τα πολύβουα λιμάνια, οι Εβραίοι, ο μοναχισμός, οι Κόπτες, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, ο Ναπολέων, ο Μοχάμεντ Αλι και πολλοί άλλοι και άλλα, περιγράφονται απνευστί, θα έλεγε κανείς, συμπληρωμένα από αρχαίους χάρτες, σχέδια ταξιδευτών, ψηφιδωτά και καρτ ποστάλ επιλεγμένα από προσωπικές συλλογές και αρχεία.
Το ενδιαφέρον εντείνεται με τα πλούσια εικονογραφημένα κεφάλαια που αφορούν την πολεοδομική εξέλιξη της Αλεξάνδρειας στη σύγχρονη εποχή, τη σχέση Αιγυπτιωτών και Αιγυπτίων και, ειδικότερα, τους Αιγυπτιώτες της Αλεξάνδρειας.
Το πορτρέτο της παροικίας, έτσι όπως διαμορφώθηκε από τα μέσα του 19ου αιώνα, δίνεται μέσα από την πολυσχιδή δράση γνωστών και λιγότερο γνωστών προσωπικοτήτων αλλά και με την περιγραφή όλων των πτυχών της ζωής των παροίκων —καλλιτεχνική, εμπορική, φιλανθρωπική κ.λπ.— που ήταν στην πλειονότητά τους, όπως όλοι οι Αιγυπτιώτες, άνθρωποι μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ενότητες που καταπιάνονται με το δομημένο περιβάλλον: εδώ καταγράφεται με χορταστική λεπτομέρεια η κληρονομιά των Ελλήνων αρχιτεκτόνων και μηχανικών της Αλεξάνδρειας —Γρυπάρης, Παρασκευάς, Πάλλης, Οικονομόπουλος, Λεζίνας και άλλοι— σε κτίρια όπως το Χεδιβικό Χρηματιστήριο ή της Εθνικής Τράπεζας της Αιγύπτου, τα οποία συγκροτούν μεγάλο μέρος του αρχιτεκτονικού πλούτου της Αλεξάνδρειας.
Ο συγγραφέας περπάτησε στους δρόμους της και απαθανάτισε με τη φωτογραφική του ελληνικά αρχοντικά και οικοδομές: στην πόλη δραστηριοποιήθηκαν και σπουδαίοι Ευρωπαίοι αρχιτέκτονες, οι οποίοι συνεργάστηκαν συχνά με τους Ελληνες και αυτή η πολιτισμική πανσπερμία αποτυπώνεται στην πληθώρα των αρχιτεκτονικών ρυθμών από όπου τελικά προέκυψε και ένα αλεξανδρινό εκλεκτικιστικό υβρίδιο.
Το τελευταίο κεφάλαιο αφορά το περίφημο Quartier Grec την «ελληνική συνοικία», ενσάρκωση της ελληνικότητας της Αλεξάνδρειας.
Και εδώ οι φωτογραφίες των πολυκατοικιών του Ταμβάκου, του Αυγερινού και άλλων, και των αρχοντικών του Αυγουστίνου, του Μανωλόπουλου ή του Σαλβάγου συμπληρώνονται με κείμενο που περιγράφει ρυμοτομία, κατασκευαστικά έργα, τεχνικές, εσωτερική διακόσμηση και υλικά, αλλά και τους καλοφροντισμένους, μοσχοβολιστούς κήπους που περιέβαλαν τις κατοικίες της αλεξανδρινής ελίτ.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με δυο κείμενα της αρχιτέκτονος Μ. Σακκά – Θηβαίου για το Quartier Grec και τα ελληνικά σχολεία, και με δυο μεγάλους ρυμοτομικούς χάρτες του Quartier και του «ελληνικού» τετραγώνου με τα κοινοτικά σχολεία -χρήσιμα εργαλεία για νοερές ή πραγματικές περιηγήσεις.