50 χρόνια από το θάνατο του Κωνσταντίνου Παρθένη

ΠαρθένηςΟ διακεκριμένος Έλληνας ζωγράφος, Κωνσταντίνος Παρθένης που με το έργο του έφερε σημαντική αλλαγή στα εικαστικά δρώμενα της Ελλάδας στις αρχές του 20ού αιώνα, έφυγε από τη ζωή στις 25 Ιουλίου 1967.

Ο ίδιος έλεγε: «Η ζωγραφική είναι η τέλεια τέχνη. Βεβαιώνει τη δόξα του κόσμου πιο φανερά και περίλαμπρα και συνοψίζει όλες τις άλλες τέχνες».

Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1878 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από πατέρα Έλληνα και μητέρα Ιταλίδα.

Απέκτησε στέρεη παιδεία (μιλούσε και έγγραφε ιταλικά, γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά και ελληνικά). Από το 1895 έως το 1903 σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης, ένα από τα κέντρα του νεωτερισμού, κοντά στον Γερμανό ζωγράφο Καρλ Ντίφενμπαχ και παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στο Ωδείο της πόλης.

Συμμετείχε ενεργά στο κίνημα της βιεννέζικης Sezession, καλλιτεχνικής ομάδας με προεξάρχοντα τον Γκούσταφ Κλιμτ, η οποία σύμφωνα με τη διακήρυξη του Χέρμαν Μπαρ στον κατάλογο της πρώτης έκθεσης της ομάδας αποτελούσε μία «μάχη για την πρόοδο των σύγχρονων καλλιτεχνών ενάντια στα γεράκια που αυτοαποκαλούνται καλλιτέχνες αλλά έχουν εμπορικό συμφέρον να παρακωλύουν την άνθιση της τέχνης» και πραγματοποιεί την πρώτη έκθεση έργων του το 1899.

Το 1903 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Πραγματοποίησε ταξίδια στην Καβάλα και την Κωνσταντινούπολη ενώ έως το 1907 έζησε στον Πόρο, όπου φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου. Το 1908 φιλοτέχνησε τις αγιογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου στο Κάιρο.

Το 1909 παντρεύτηκε την Ιουλία Βαλσαμάκη, γόνο αρχοντικής οικογένειας της Κεφαλονιάς, η οποία του αφοσιώθηκε με τρόπο απόλυτο και συγκινητικό «δανείζοντας» ακόμα και τη φωνή της όταν εκείνος αποφάσισε να αποσυρθεί σε έναν κόσμο σιωπής. 

Από το 1909 έως το 1914, ο Παρθένης έζησε στο Παρίσι, όπου μυήθηκε στον μεταϊμπρεσιονισμό για να διαμορφώσει τελικά το δικό του προσωπικό ύφος. Στο Παρίσι συμμετείχε σε εκθέσεις ζωγραφικής πετυχαίνοντας σημαντικές διακρίσεις (βραβείο για τον πίνακα Η πλαγιά, 1910, και πρώτο βραβείο σε έκθεση θρησκευτικής τέχνης για τον πίνακα Ο Ευαγγελισμός, 1911).

Το 1911 εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα όπου γνωρίστηκε με σημαντικούς Έλληνες διανοούμενους, όπως ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης και ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, ενώ αρχικά εμφανίζεται ως μέλος της Συντροφιάς των Εννιά. 

Το 1917 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα και μαζί με τον Νικόλαο Λύτρα, τον Κωνσταντίνο Μαλέα, τον Θεόφραστρο Τριανταφυλλίδη και άλλους ζωγράφους ίδρυσε την Ομάδα «Τέχνη», με στόχο την ανατροπή του συντηρητικού ακαδημαϊσμού που τότε εξακολουθούσε να επικρατεί στην αθηναϊκή καλλιτεχνική ζωή. Η Ομάδα «Τέχνη» συνδέονταν με το Κόμμα Φιλελευθέρων, επειδή επρόκειτο για κίνημα εκσυγχρονιστικό.

Το 1919, ανατέθηκε στον Παρθένη η αγιογράφηση του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο. Το 1920 πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη έκθεσή του στο Ζάππειο με περισσότερους από 240 πίνακες. Η φήμη του είχε ήδη αρχίσει να μεγαλώνει και έτσι οι διακρίσεις άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Την ίδια χρονιά ο Ελευθέριος Βενιζέλος τού απένειμε το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών (για τον Ευαγγελισμό).

Η πρώτη υποψηφιότητά του για καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών (1923) απορρίφθηκε από το συντηρητικό κατεστημένο. Την θέση κατέκτησε, τελικά, με ειδικό νόμο, το 1929. 

Στην οδό Ροβέρτου Γκάλι 40 στους πρόποδες της Ακρόπολης έκτισε το περίφημο σπίτι του, που σχεδίαζε με τον Δημήτρη Πικιώνη, σύμφωνα με τις αρχές του Μπάουχαους. Στο εργαστήριό του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών έσπευσαν να εγγραφούν φοιτητές σπουδαίοι μετέπειτα Έλληνες ζωγράφοι (Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Εγγονόπουλος, Διαμαντής Διαμαντόπουλος, Ρέα Λεονταρίτου, κ.ά.), με τους οποίους, καθώς και με όσους ακολούθησαν, ο Παρθένης δημιούργησε σχέση στενή στηριζόμενη στον βαθύ σεβασμό που ενέπνεε.

Το 1937 τιμήθηκε με το χρυσό βραβείο της Διεθνούς Έκθεσης του Παρισιού για το έργο του Ο Ηρακλής μάχεται με τις Αμαζόνες. Το 1938, στην Μπιενάλε της Βενετίας, η κυβέρνηση της Ιταλίας αγόρασε έναν πίνακα του ζωγράφου με θέμα τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.

Τα χρόνια αυτά της άνετης, πολυτελούς και κοσμικής ζωής (ονομαστές έμειναν οι βεγγέρες στο σπίτι του Παρθένη) αλλά και δοσμένης στην τέχνη του και τη μουσική, την οποία αγαπούσε με πάθος, ακολούθησαν άλλα σκοτεινά και δύσκολα.

Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, ο Κωνσταντίνος Παρθένης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριαζόταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.

Παρά την αναγνώρισή του, ο Παρθένης οδηγήθηκε σταδιακά στην απομόνωση και τη σιωπή. Το 1947 παραιτήθηκε από την καθηγητική έδρα μη μπορώντας να ανεχθεί τον συντηρητισμό της Σχολής. Δεν επικοινωνούσε πλέον με κανένα. Αυτοέγκλειστος στην Ροβέρτου Γκάλι με τη γυναίκα του και την κόρη του αφοσιώθηκε στη ζωγραφική και στους στοχασμούς του.

Προς το τέλος της ζωής του, ο Παρθένης έπαθε παράλυση και σταμάτησε κάθε δραστηριότητα. Τον Απρίλιο του 1967 -ένα χρόνο νωρίτερα είχε πεθάνει η γυναίκα του- το δικαστήριο έθεσε τον Παρθένη υπό δικαστική απαγόρευση. Στις 25 Ιουλίου του 1967, ο Παρθένης άφησε την τελευταία του πνοή, σε συνθήκες ένδειας και απομόνωσης, ενώ η κόρη του Σοφία και ο γιος του Νίκος είχαν ήδη εμπλακεί σε δικαστική διαμάχη για την κηδεμονία του παράλυτου πατέρα τους.

Ο Μαρίνος Καλλιγάς, διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, είπε μεταξύ άλλων στον επικήδειο που εκφώνησε:
 
«Ο Παρθένης άνοιξε τα μάτια μας σε μια ακόμη – έως τότε άγνωστη – μορφή του τόπου μας. Απεκάλυψε μια κρυμμένη έκφρασή της. Άλλαξε την πορεία της καλλιτεχνικής μας όρασης. Σφράγισε με την προσωπικότητά του μια κρίσιμη εποχή».

(www.zougla.gr)