
Μεσημεριανό στη μικρή Αίγυπτο της 3ης Σεπτεμβρίου
Στο εστιατόριο του Συνδέσμου Αιγυπτιωτών Ελλήνων με κουμπέμπα, ταμπουλέ και χυμό μάνγκο.
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Αντωνιάδης

Απ’ έξω φασαρία, ζέστη, προσόψεις κτιρίων ταλαιπωρημένες. Θέλει μια έξτρα αποφασιστικότητα να περπατάς σε αυτά εδώ τα πεζοδρόμια μέρα μεσημέρι. Και μετά, μέσα, ένας άλλος κόσμος. Στον πρώτο όροφο μιας αδιάφορης πολυκατοικίας της 3ης Σεπτεμβρίου, ο Σύνδεσμος Αιγυπτιωτών Ελλήνων και το εστιατόριό του. Ένα ποταμοπλοιάκι που τσουλάει ήσυχα, παράλληλα με την αθηναϊκή λεωφόρο εδώ και χρόνια, από το 1933, περιποιημένο και φωτεινό.

Ανεβήκαμε τη σκάλα, περάσαμε το σαλόνι με τις βιβλιοθήκες και την προτομή του Καβάφη, το ξύλινο σκαλιστό παραβάν. Τα δύο-τρία λεπτά που σταθήκαμε στην άκρη του εντευκτηρίου, μέχρι να μας καθίσουν, ήταν αρκετά για να προλάβουμε να συγκινηθούμε, να λιγουρευτούμε το πιλάφι με τα απαλά μπαχαρικά και το βούτυρο που μοσχοβολούσε το δωμάτιο και να κοιταχτούμε με αληθινή απορία: «Γιατί δεν ερχόμαστε πιο συχνά εδώ;». Ο ΣΕΑ, ο οποίος λειτουργεί σαν γέφυρα για τους Αιγυπτιώτες της Ελλάδας, φιλοξενεί συλλόγους, παρέχει κοινωνική πρόνοια, φιλοξενεί εκδηλώσεις, διαλέξεις, διοργανώνει εκδρομές, έχει δανειστική βιβλιοθήκη και είναι στέκι τόσο για όσους έχουν κάτι παραπάνω να τους συνδέει με την Αίγυπτο, όσο και γι’ αυτούς που θέλουν να δοκιμάσουν καλομαγειρεμένο αιγυπτιακό φαγητό στην Αθήνα. Το σαββατιάτικο μεσημέρι, την ώρα που φτάναμε στο εστιατόριο, ο καλοκαιρινός χορός του Συνδέσμου κόντευε να περάσει στο γλυκό. Κάποιος από τους σερβιτόρους είχε ακουμπήσει τον δίσκο με τα μισοάδεια ποτήρια σε μια άκρη, αλλά ο μουσικός στη σκηνή έπαιζε ακόμα το αρμόνιο και, όταν ξεκίνησε να τραγουδάει «Δυο πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες», μια μεγάλη κυρία, σωστή κοκέτα, σηκώθηκε για να τον συνοδεύσει.

Φωτογραφία: Δημήτρης Βλάικος
Στο μεταξύ, μας είχαν στρώσει κρεμ τραπεζομάντιλο με το σήμα του ΣΕΑ και πίναμε πυκνό χυμό μάνγκο από κολονάτα ποτήρια. Οι σκιές από τα φυτά του μπαλκονιού χόρευαν στις κουρτίνες σαν τους θαμώνες στις θέσεις τους. Σημειώσαμε την παραγγελία σε μια κόλλα χαρτί. Το τραπέζι γέμισε γρήγορα με φαγητά το ένα πιο νόστιμο από το άλλο. Ταμπουλέ δροσερό, καταπράσινο, όπως πρέπει, από τον μαϊντανό και τον δυόσμο. Καλάθι με ζεστές πιτούλες. Συκωτάκι ψιλοκομμένο, με καυτερή πιπεριά και σκόρδο. Πιλάφι στη φόρμα, γιορτινό, με βουτυράτο ρύζι, καβουρδισμένο φιδέ, κάσιους, σταφίδες, κουκουνάρι και κιμά.

Το τελευταίο, μαζί με τα υπέροχα κουμπέμπα (τηγανητοί κεφτέδες από πλιγούρι, γεμιστοί με μοσχαρίσιο κιμά και κουκουνάρι), είναι από τις σπεσιαλιτέ του εστιατορίου. Η κουζίνα μαγειρεύει και άλλα: κεμπάπ, φαλάφελ με φούλια (μικρά κουκιά), σούπα μολοχία (με μολόχα, σκόρδο και κόλιανδρο), ομελέτες με παστουρμά, χουμουσία (χούμους), γλυκό αρίσα με σιμιγδάλι και φρέσκο βούτυρο, που θυμίζει σάμαλι και ραβανί. Και όλα αυτά σε τιμές τόσο φιλικές, που σε κάνουν να διπλοτσεκάρεις ότι δεν έκανες κάποιο λάθος. Ένα σημείο στον χάρτη του κέντρου τόσο νόστιμο όσο και τρυφερό.
έσοδο.

Της Γεωργίας Παπαστάμου [Γαστρονόμος]
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κ», τεύχος 1150.
