Κώστας Φέρρης: Παιδικά καλοκαίρια στην Αίγυπτο των ονείρων μου

Κώστας Φέρρης: Παιδικά καλοκαίρια στην Αίγυπτο των ονείρων μου

Ο σκηνοθέτης – σεναριογράφος Κώστας Φέρρης γράφει στο Documento με αφορμή την επανέκδοση του βιβλίου «Η γέφυρα των λεμονιών».

«Γύρισα όλο τον κόσμο, μα σαν και σένα, πατρίδα μου, δεν βρήκα πουθενά. Ούτε στην Ευρώπη ούτε στην Αμέρικα». Το τραγούδι αυτό του μεγάλου Σάγιεντ Νταρουίς έγινε γνωστό παγκοσμίως από την Νταλιντά, στ’ αραβικά τη λένε Νταλίλα, κι ήταν γειτόνισσά μου στη Σούμπρα του Καΐρου. «Σάλμα για σάλαμα, ρόχνα ου γκένα μπι σάλαμα». Γεια σας και πάλι γεια σας, φύγαμε κι ήρθαμε με υγεία. Θα μπορούσα να το έχω γράψει εγώ ή και οποιοσδήποτε άλλος Αιγυπτιώτης Ελληνας, που με τη σκέψη και μόνο της ζωής μας στην Αίγυπτο ταράζεται το στομάχι μας.

Δεν είναι μόνο οι κουραμπιέδες και τα «ατάγεφ» του Ραμαζανιού, δεν είναι μόνο η μυρωδιά της «κουζμπάρα» στη μολοχία, δεν είναι τα μπαχαρικά που δίνουν ζωή στο κεμπάπ, δεν είναι η υγρασία του Νείλου, δεν είναι που σκοτεινιάζει ο κόσμος στο χαμσίνι, δεν είναι η φωνή του χότζα που ψέλνει στη δύση του ηλίου το «Αλλάχ ου Ακμπαρ», δεν είναι οι ηλικιωμένοι που ξεκαρδίζονται με τ’ αράπικα καλαμπούρια που τα λένε νόκτες, δεν είναι η μεγάλη σκηνή των βεδουίνων που στήνεται για τους γάμους, δεν είναι ο χορός της κοιλιάς που προετοιμάζει τον γαμπρό και τη νύφη για τα επακόλουθα, δεν είναι η φωνή του «μουσαχαράτι» (του ξυπνητή), ανακατεμένη με τις φωνές του Αμπντελ Ουαχάμπ, της Ουμ Καλσούμ, της Λάιλα Μουράντ και του Αμπντελ Χαλίμ Χάφεζ. Είναι όλα αυτά μαζί κι εκατοντάδες άλλα, χαρακτηριστικά ενός λαού που γελάει, που δεν ξέρει τι θα πει κατάθλιψη, που χαίρεται τη ζωή του, που αγαπάει τον άνθρωπο, τη γυναίκα, τη μάνα και την αδελφή του, που επιβιώνει μ’ ένα σάντουιτς φούλια ή ταμίες (φαλάφελ) την ημέρα.

Είναι η ομορφιά αυτού του λαού που αγαπήσαμε και μας αγάπησε, που μας φωτίζανε τον δρόμο με κεριά αναμμένα για την περιφορά του Επιταφίου, που μαγειρεύαμε κάτι παραπάνω για να στείλουμε κι ένα πιάτο στη γειτόνισσα, που ρωτούσαμε γιατί δεν φάνηκε σήμερα ο «μπουάμπης» (θυρωρός), μήπως είναι άρρωστος και χρειάζεται βοήθεια, ενώ ο ίδιος ο θυρωρός (ο Αμ Γιούσεφ) όταν η μάνα μας έκανε δυο τρεις μέρες να τον στείλει να ψωνίσει ανέβαινε τη σκάλα στις μύτες των ποδιών του και πέρναγε μια λίρα κάτω από την πόρτα κι αμέσως το ’βαζε στα πόδια να μην τον δούμε και αισθανθούμε άσκημα.

Είναι ακόμη το «μααλές» (δεν πειράζει), το «μπούκρα» (και αύριο μέρα είναι), το «ουάλα ι χέμακ» (ούτε που να σε νοιάζει), το «αλά κέφακ» (κατά το κέφι σου) και σπανίως, σε στιγμές απελπισίας, το «μαφίς φάιντα» (δεν υπάρχει καμία ελπίδα), που και πάλι κρατούσε ένα δευτερόλεπτο κι αμέσως πιάναμε τ’ αυτοσαρκαστικά γέλια. Είναι η ακροβατική «σααμπάτα» για να πηδήξεις στο τραμ εν κινήσει, είναι ο έρανος για να πάρομε μια CocaCola στα τρία ή και στα τέσσερα, που τη λέγανε Κακούλα! Κι όταν ήρθε η Pepsi Cola, πώς να την προφέρεις, σε μια στιγμή γεννήθηκε η μετάφραση, «Πεπς Κακούλα!» Και πάλι γέλια.

Και φυσικά οι εκδρομές στο Barrage κι αν ξεφεύγαμε από τα βλέμματα των μεγάλων, νοικιάζαμε μια ώρα βαρκάδα στον Νείλο. Φυσικά, το σινεμά έπαιζε μεγάλο ρόλο στη ζωή μας. Από τα ναυτικά μιούζικαλ με την Εστερ Γουίλιαμς ίσαμε τις πρώτες ταινίες του συνομήλικού μας Ομαρ ελ Σερίφ, που έκλεψε την καρδιά της μεγαλύτερης σταρ, Φάτεν Χαμάμα, και μας στέρησε τα όνειρά μας από την ομορφιά της. Γιατί πάνω απ’ όλα, φυσικά, ήταν ο ανείπωτος και στερημένος έρωτας. Ερωτας μέσα από τις άσπρες ποδιές των κοριτσιών του Αχιλλοπουλείου, έρωτας για τη μελαγχολία του σούρουπου, έρωτας γι’ αυτήν τη χώρα, αυτό τον λαό, για τη δονούμενη φωνή του Γκαμάλ Αμπντελ Νάσερ που σου προκαλούσε ρίγη συγκίνησης.

Ενα ακόμη τραγούδι του Σάγιεντ Νταρουίς αναβίωσε πρόσφατα με την επανεκτέλεση του Χάμζα Νάμιρα. «Μπάλαντι για μπάλαντι, ουάνα νέφσι α ράουαχ μπάλαντι». Πατρίδα μου, ω πατρίδα μου, κι εγώ νιώθω πως θέλω να επιστρέψω στην πατρίδα μου.

Το εννοώ.

INFO
Η «Γέφυρα των λεμονιών» γράφτηκε από τον Κώστα Φέρρη στη μορφή σεναρίου. Πρόσφατα, σε συνεργασία με την Πέρσα Κουμούτση, το μετέγραψαν στη μορφή νουβέλας. Εκδόθηκε από τις εκδόσεις Ποταμός της Αναστασίας Λαμπρία και μέχρι στιγμής κέρδισε τον έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών και το βραβείο Νίκος Θέμελης από το περιοδικό «Αναγνώστης». Σε έξι μήνες εξαντλήθηκε η α΄ έκδοση και ήδη κυκλοφορεί στη δεύτερη. Συγχρόνως, μεταφράζεται στ’ αραβικά και τα γαλλικά.