Ο Ομάρ Σαρίφ/Φωτογραφία: ΑP images
Η Αίγυπτος έχει γεννήσει σπουδαίους καλλιτέχνες που έγραψαν δικαιωματικά το όνομά τους στις σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας! ΄Ένας εξ αυτών, ο Αλεξανδρινός Ομάρ Σαρίφ, μια προσωπικότητα που έζησε έντονη ζωή με τις ταινίες του να κατατάσσονται στις πλέον ποιοτικές του διεθνούς κινηματογράφου!
Ο Ομάρ Σαρίφ ήταν Αιγύπτιος ηθοποιός, με σπουδαία διεθνή καριέρα και δεινός μπρίτζερ. Στην πλούσια καριέρα του υποδύθηκε αξιομνημόνευτους ρόλους στη μεγάλη οθόνη, όπως του Σαρίφ Αλί στον «Λόρενς της Αραβίας» (1962), του γοητευτικού δόκτορος Ζιβάγκο στην ομώνυμη ταινία (1965) και του τζογαδόρου Νίκι Αρνστάιν στο «Ένα αστείο κορίτσι» (1968).
Ο Ομάρ Σαρίφ γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια και το πραγματικό του όνομα ήταν Μισέλ Γιουσέφ Ντιμίτρι Χαλούμπ. Η άνετη οικονομικά οικογένειά του – ο πατέρας του ήταν έμπορος ξυλείας- ανήκε σε μια μικρή μειονότητα καθολικών.
Η πανέμορφη μητέρα του Κλερ Σααντά, με καταγωγή από το Λίβανο, εργάστηκε ως αεροσυνοδός όταν η οικογένειά του μετακόμισε στο Κάιρο, ενώ είχε γίνει γνωστό ότι ο βασιλιάς της Αιγύπτου Φαρούκ ήταν συχνός επισκέπτης τής οικογένειας. Ο Ομάρ Σαρίφ αποφοίτησε από το Κολέγιο Βικτόρια της Αλεξάνδρειας, σπουδάζοντας φυσική και μαθηματικά, ενώ ταυτόχρονα ανέπτυξε την κλίση του στην εκμάθηση γλωσσών μαθαίνοντας, εκτός από αραβικά, αγγλικά, γαλλικά και… ελληνικά.
Σπούδασε μαθηματικά και φυσική στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου και στη συνέχεια φοίτησε σε δραματική σχολή του Λονδίνου και στράφηκε στον κινηματογράφο το 1953, με πρώτη εμφάνιση στην αιγυπτιακή ταινία «Μάχη στην Κοιλάδα» για ν’ ακολουθήσουν ρόλοι κυρίως σε ρομαντικές ταινίες. Στη φιλμογραφία του συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι ταινίες «Οι Καλύτερες μας Μέρες» (1955), «Δεν Κοιμάμαι» (1958), «Η Κυρία του Κάστρου» (1959) και η διασκευή της «Άννα Καρένινα» του Τολστόι με τίτλο «Ο Ποταμός της Αγάπης» (1961).
Το 1955 ασπάστηκε τη μουσουλμανική θρησκεία και παντρεύτηκε τη συνάδελφό του Φατέν Χαμαμά, με την οποία μοιράστηκε ρόλους σε πολλές ταινίες της αιγυπτιακής του περιόδου. Το ζευγάρι απέκτησε ένα γιο και χώρισε το 1974.
Το 1962 το υποκριτικό ταλέντο του Ομάρ Σαρίφ αναγνωρίστηκε διεθνώς, όταν υποδύθηκε τον Σαρίφ Αλί στην επική ταινία του Ντέιβιντ Λιν «Λόρενς της Αραβίας». Ήταν η πρώτη αγγλόφωνη ταινία στην οποία συμμετείχε και η ερμηνεία του κέρδισε υποψηφιότητα για ΌΣΚΑΡ Β’ ανδρικού ρόλου, ενώ βραβεύτηκε με Χρυσή Σφαίρα Β’ Ανδρικού Ρόλου.
Το 1965 γνώρισε μία ακόμη επιτυχία με τον Ντέιβιντ Λιν, όταν υποδύθηκε τον Δόκτορα Ζιβάγκο, στην ομώνυμη ταινία, που ήταν μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος του τιμημένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας, σοβιετικού συγγραφέα Μπόρις Πάστερνακ.
Ο τρίτος πιο γνωστός του ρόλος ήταν του τζογαδόρου Νίκι Αρνστάιν στο μιούζικαλ του Γουίλιαμ Γουάιλερ «Ένα αστείο κορίτσι» («Funny Girl», 1968), όπου πρωταγωνιστούσε δίπλα στην Μπάρμπαρα Στρέιζαντ.
Ύστερα από μία περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας έμπαινε στους τίτλους των εφημερίδων για τις επιδόσεις του στο επαγγελματικό μπριτζ, έκανε την επάνοδό του το 2003 στη διασκευή του μυθιστορήματος «Ο Κύριος Ιμπραήμ και τα Λουλούδια του Κορανίου» του Φρανσουά Ντιπερόν. Για την ερμηνεία του βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας (2003) και με το γαλλικό Βραβείο Σεζάρ (2004). Το Νοέμβριο του 2005 τιμήθηκε από την UNESCO για τη συνεισφορά του στον παγκόσμιο πολιτισμό.
Ο Ομάρ Σαρίφ αποχώρησε από το χώρο της υποκριτικής το 2006, δηλώνοντας σε συνέντευξή του: «Αποφάσισα πως δεν ήθελα να είμαι σκλάβος πια κανενός πάθους, εκτός από τη δουλειά μου. Είχα πολλά πάθη – μπριτζ, άλογα, τζόγο. Επιθυμώ να ζήσω ένα άλλο είδος ζωής, να είμαι περισσότερο με την οικογένειά μου, γιατί δεν της αφιέρωσα αρκετό χρόνο». Τα επόμενα χρόνια αναίρεσε την απόφασή του αυτή σε μια – δυο περιπτώσεις.
Τον Μάιο του 2015 ο γιος του, Τάρεκ, αποκάλυψε ότι ο πατέρας του σταμάτησε την υποκριτική εξαιτίας της νόσου Αλτσχάιμερ από την οποία προσβλήθηκε, προσθέτοντας ότι ο Σαρίφ δεν θυμόταν ούτε τις πιο μεγάλες του επιτυχίες, όπως ο «Λόρενς της Αραβίας», την ταινία που του άνοιξε το δρόμο για την απόλυτη επιτυχία.
Δύο μήνες αργότερα, στις 10 Ιουλίου 2015, ο σπουδαίος αιγύπτιος ηθοποιός εγκατέλειπε τα εγκόσμια, σε ηλικία 83 ετών.
Πηγή: © SanSimera.gr