Είναι όλοι εκείνοι που αγαπήσαμε και μας αγάπησαν. Εκείνοι που μας προστάτευσαν και μας μεγάλωσαν. Εκείνοι που μας πόνεσαν και πονέσαμε. Ενδεχομένως και κάποιοι που μας πρόδωσαν ή προδώσαμε. Φίλοι, συγγενείς, γείτονες, συμμαθητές, εχθροί και αντίπαλοι, κοινωνικοί, επαγγελματικοί, ιδεολογικοί. Είναι οι μάνες που μας έθρεψαν με το γάλα τους, οι πατεράδες που μας στήριξαν με τον ιδρώτα τους, οι καλοί ή οι κακοί που έλαχαν στο βίο μας. Πλούσιοι, φτωχοί, μεροκαματιάρηδες, επιτυχημένοι ή αδύναμοι να σταθούν στα ζόρια της ανθρώπινης κοινωνίας.
Αδικημένοι ή δικαιωμένοι στην τότε θνητή τους περιβολή, τώρα αόρατοι, ακριβοθώρητοι παρατηρούν τα πάντα μέσα από το τηλεσκόπιο του πνευματικού εμβαδού τους.
Με λίγα λόγια είναι οι Συνάνθρωποί μας και αυτό είναι αρκετό!
Όλοι τους, ασχέτως του πολυτελούς ή ταπεινού μνήματος εντός του οποίου έχουν ενταφιασθεί, δεν κατέχουν παρά δύο μέτρα γης. Στα Κοιμητήρια είναι ο ιερός χώρος όπου συνυπάρχουν η τεθνεώσα ματαιότητα με την ματαιοδοξία των εν ζωή επισκεπτών. Είναι η μοιραία συνάντηση Ζωής και Σιωπής. Γι αυτό τα Ψυχοσάββατα οι τάφοι «ανοίγουν» και οι ψυχές περιφέρονται να ανταμωθούν με τους οικείους τους. Μιλούν οι άυλες υπάρξεις με τις υλικές και το αόρατο σκηνικό αδυνατεί να το περιγράψει η λογική παρά μόνο η καρδιά.
Ψυχοσάββατο άλλωστε είναι η κοινή ονομασία του Σαββάτου πριν από την Κυριακή της Απόκρεω και του Σαββάτου πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής.
Αν και όλα τα Σάββατα του έτους είναι αφιερωμένα στις ψυχές των χριστιανών, που έχουν αποβιώσει ανά τους αιώνες, σύμφωνα με τις Γραφές, η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία τιμά και ειδικά τη μνήμη τους τα δύο προαναφερθέντα Σάββατα. Τα δύο Ψυχοσάββατα τιμώνται από τους πιστούς με μνημόσυνα στις εκκλησίες, τρισάγια στους τάφους των προσφιλών τους προσώπων, μοίρασμα κολλύβων και ελεημοσύνες στους φτωχούς.
Η αληθινή πίστη όμως δεν σχετίζεται με την ελεημοσύνη αλλά τη στάση ζωής. Εκείνη που στηρίζεται στην αξιοπρέπεια απέναντι στον εαυτό μας και την αλληλεγγύη, απέναντι στους άλλους.
Στην Αλεξάνδρεια το Ψυχοσάββατο ξεκίνησε από νωρίς στον Ιερό Ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στην Ιμβραημία, όπου εκεί ο Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Πάνος Γαζής τέλεσε τη Λειτουργία, μνημονεύοντας τους συγγενείς των πιστών, προσφέροντας έτσι την ανακούφιση σε όλους όσοι βίωσαν την απώλεια προσφιλών τους προσώπων.
Στη συνέχεια ο Πατέρας Πάνος, ακολούθησε έναν επίπονο και εξαντλητικό δρόμο να προλάβει να ικανοποιήσει και να λυτρώσει τους πάροικους που τον ανέμεναν στα δύο Κοιμητήρια της Ελληνικής Κοινότητας.
Το έχουμε επαναλάβει πλειστάκις και αυτό δεν κουραζόμαστε να το σημειώνουμε τακτικά στα κείμενά μας. Ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Πάνος Γαζής, αποτελεί ένα αυθεντικό παράδειγμα κληρικού, που έχει αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στην διακονία του ιερατικού του έργου. Ακούραστος τρέχει συνεχώς στον Οίκο Ευγηρίας ΜΑΝΝΑ, στου ναούς του Πατριαρχείου, πότε ως ιερέας και πότε ως ιεροψάλτης, διδάσκει τους μαθητές καθότι εκπαιδευτικός και όλα αυτά αγόγγυστα και αφιλοκερδώς.
Το Ψυχοσάββατο λοιπόν έψαλλε πάνω από τα μνήματα όλων των αποδημησάντων παροίκων που του υπεδείκνυαν οι δικοί τους άνθρωποι. Στη συνέχεια μετακινήθηκε στο Α΄ Κοιμητήριο, πράττοντας και πάλι το ίδιο με την αυτή γενναιοδωρία ψυχής. Και σαν μην έφθανε η πεντάωρη απ΄ το πρωί ορθοστασία του, να μνημονεύει άπαντες τους κεκοιμημένους με όλο το τελετουργικό που αρμόζει στην ορθόδοξη πίστη, ακάματος τέλεσε και μνημόσυνο στον τάφο του Κωνσταντίνου Καβάφη παρουσία Ελλήνων επισκεπτών από την Αθήνα, καθώς και σε μνήματα ευεργετών, τιμώντας κατ΄ αυτό τον τρόπο τους σπουδαίους εκείνους ανθρώπους που βοήθησαν τον Αιγυπτιώτη Ελληνισμό να αναδειχθεί και να προκόψει.
Μπορεί η Παροικία των Αιγυπτιωτών να βιώνει καθοδική πορεία, όσον αφορά στην πληθυσμιακή της καταγραφή, όμως ιερείς σαν τον Πατέρα Πάνο Γαζή θα δίνουν δύναμη στους εν ζωή συμπάροικους και θα θέτουν γερά τα θεμέλια για την αριθμητική ανασύσταση στων Ελλήνων τις Κοινότητες.
Οι νεκροί δεν έχουν σώμα, δεν έχουν αισθήσεις, δεν έχουν λογική. Όμως αυτά τα στοιχεία είναι περιττά στον χώρο του Πνεύματος και του Αέναου Χρόνου.
Γιατί οι ψυχές δεν υφίστανται ως σαρκικές οντότητες, αλλά ως άυλες περιφερόμενες δυνάμεις των οποίων ο πυρήνας είναι η Αγάπη, η Μνήμη και η Συγχώρεση.
Και τα Ψυχοσάββατα η μνημόνευση των ονομάτων τους, επιφέρει γαλήνη τόσο στους ιδίους αποδημήσαντες που εδρεύουν στον μη ορατό κόσμο, όσο και στους οικείους τους που τους ενθυμούνται στα μνήματα, ως χώρους αναφοράς και όχι ως τόπους μεταφυσικής συγκατοίκησης.
Γιατί αν κάποιοι μπορούν να δουν παραπέρα απ τα γήινα, ενδεχομένως να μην είναι οι ζωντανοί τους νεκρούς, αλλά οι δεύτεροι τους πρώτους.
Ας κλείσουμε όμως με το ποίημα του σπουδαίου Λορέντζου Μαβίλη τη «Λήθη»
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και νάναι!
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.
Κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδι απ’ ασφοδίλι,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.
Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.