Της Ελένης Τζαννάτου
Παρακολουθήσαμε το σεμινάριο του Διεθνούς Θερινού Σχολείου Καβάφη για τον Αλεξανδρινό ποιητή και τη σύνδεσή του με τη μουσική και ανακαλύψαμε τα «χίλια πρόσωπα» του μουσικού Καβάφη
Πώς προσεγγίζεις και μελετάς ένα από τα «ιερά τέρατα» της ελληνικής ποίησης ώστε να κατανοήσεις την κληρονομιά και την επιδραστικότητά του στο σήμερα;
Σε αυτό ακριβώς προσπαθεί να απαντήσει τα τελευταία πέντε χρόνια το Διεθνές Θερινό Σχολείο Καβάφη που διοργανώνεται από το Αρχείο Καβάφη του Ιδρύματος Ωνάση. Ερευνητές και μελετητές από τη μία και σπουδαστές από την άλλη, από όλο τον κόσμο, προσπαθούν να διαβάσουν ξανά τον Αλεξανδρινό ποιητή μέσα από νέες προσεγγίσεις που θα αναδείξουν τη σημασία του έργου του.
Το φετινό Διεθνές Θερινό Σχολείο Καβάφη, σε επιμέλεια των Peter Jeffreys, Αναπληρωτή Καθηγητή Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Suffolk University της Βοστώνης και Τάκη Καγιαλή, Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, είναι λίγο διαφορετικό, μιας και προσπαθεί να δει το έργο του Κ. Π. Καβάφη υπό το πρίσμα διαφορετικών επιστημών και τεχνών: από την γλωσσολογία μέχρι τον κινηματογράφο και από τη μουσική μέχρι την ιστορία.
Δώσαμε το παρόν στο πέμπτο σεμινάριο του φετινού κύκλου, που ήταν αφιερωμένο στον Καβάφη και τη μουσική. Εισηγητής του, ο Πάνος Βλαγκόπουλος, Καθηγητής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, ο οποίος και χώρισε την παρουσίασή του σε «τρεις πράξεις», για να μιλήσουμε με μουσικούς όρους.
Το πρώτο μέρος ήταν εστιασμένο στη σχέση του ίδιου του Καβάφη με τη μουσική. Τα σχετικά στοιχεία που έχουμε είναι περιορισμένα και κάνουν αυτή την καταγραφή πιο δύσκολη. Ξέρουμε πως ο ποιητής παρακολούθησε κάποιες όπερες του Βάγκνερ και του Πουτσίνι, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε ποιο ήταν πραγματικά το μουσικό του γούστο. Το μόνο που μπορούμε να πούμε με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση είναι ότι αγαπούσε τη «φυσική μουσική» όπως και αναφέρει στο πεζό του «Μία Νυξ εις το Καλιντέρι».
Όσο θολό και αν είναι το μουσικό τοπίο της ζωής του Καβάφη, δεν μπορούμε να πούμε και το ίδιο για τους μουσικούς που επέλεξαν να καταπιαστούν με το έργο του. Εχει πραγματικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι άνθρωποι από εντελώς διαφορετικά μουσικά υπόβαθρα μελοποίησαν έργα του ποιητή με εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις: από την έντεχνη-λαϊκή προσέγγιση συνθετών όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις μέχρι τη «λοξή» ματιά της Λένας Πλάτωνος αλλά και την ακαδημαϊκή προσέγγιση του Δημήτρη Μητρόπουλου. Το έργο του Καβάφη πάντως δεν πέρασε απαρατήρητο και από ποπ και ροκ καλλιτέχνες διεθνούς βεληνεκούς όπως ο Λέοναρντ Κοέν, η Λόρι Αντερσον, ο Ρούφους Γουέινραϊτ και η Ντιαμάντα Γκαλάς.
Ο Πάνος Βλαγκόπουλος επέλεξε να εστιάσει στο έργο του Δημήτρη Μητρόπουλου και το «10 Inventions», στο οποίο ο σπουδαίος συνθέτης μελοποίησε δέκα ερωτικά ποιήματα του Αλεξανδρινού, δημιουργώντας μία αντίθεση ανάμεσα στον ηδονιστικό χαρακτήρα των λέξεων και την ατονική μουσική των συνθέσεών του.
Μετά την ολοκλήρωση του σεμιναρίου, κάναμε μία συζήτηση με τον Πάνο Βλαγκόπουλο, προκειμένου να κατανοήσουμε ακόμα καλύτερα τα «χίλια πρόσωπα» του μουσικού Καβάφη:
– Στην εισήγησή σας ανατρέξατε σε μουσικά τεκμήρια από τη ζωή και το έργο του Κ. Π. Καβάφη: συναυλίες που είχε βρεθεί, αναφορές σε έργα του και την προτίμησή του στη «φυσική μουσική». Λαμβάνοντας όλα αυτά τα στοιχεία υπόψη, ποιο θα λέγαμε ότι είναι το μουσικό προφίλ του ίδιου του Καβάφη;
– Η φειδωλότητα ως προς την άμεση έκφραση και διασάφηση προσωπικών γνωμών και προτιμήσεων αποτελεί χαρακτηριστικό όχι μόνο του χαρακτήρα του Καβάφη, αλλά και συνειδητό κομμάτι της ώριμης αισθητικής του. Γνωρίζουμε, π.χ., ότι παρακολούθησε δύο βαγκνερικές παραστάσεις στην Αλεξάνδρεια το 1898 (τις όπερες «Lohengrin» και «Tannhäuser»), την «Bohème» του Τζάκομο Πουτσίνι κατά την πρώτη επίσκεψή του στην Αθήνα, τον Ιούλιο του 1901 και παρέστη και σε άλλες συναυλίες. Παρόλα αυτά δεν έχουμε σαφείς δηλώσεις από μεριάς του για τα μουσικά του γούστα. Η έκφραση συμπάθειας, στο διήγημα «Μία Νυξ εις το Καλιντέρι», στη «φυσική μουσική» των «απλών χωριανών» μας δίνει μια πιο προσωπικά δεσμευτική άποψη, αλλά και αυτή δεν παύει να αποτελεί στοιχείο σε μια συγκεκριμένη μυθοπλασία. Ακόμη κι η ενθουσιώδης γνώμη που εξέφρασε για τις μελοποιήσεις ποιημάτων του από τον Δημήτρη Μητρόπουλο δεν αποκλείει την ερμηνεία, ότι αποτελεί ευγενική ανταπόδοση που πηγάζει από το γεγονός ότι αισθάνθηκε κολακευμένος για το θαυμασμό που του επιδαψίλευε ένας νέος, ταλαντούχος και «μοντέρνος» συνθέτης. Χρειάζεται περισσότερη έρευνα στο ηχοτοπίο της Αλεξάνδρειας του καιρού του, καθώς και στα τεκμήρια του Αρχείου Καβάφη, ιδίως όσα είναι ακόμη ακαταλογογράφητα και αψηφιοποίητα, ώστε να αντληθούν περισσότερες σχετικές πληροφορίες, π.χ., για τις μουσικές που ακούγονταν γύρω του ή τις συναυλίες που παρακολούθησε. Ωστόσο, φοβάμαι ότι δύσκολα θα λάβουμε σαφείς απαντήσεις για τις μουσικές του προτιμήσεις.
– Συνθέτες και μουσικοί από πολύ διαφορετικές αισθητικές αφετηρίες έχουν μελοποιήσει Καβάφη: από τον Χατζιδάκι μέχρι τον Μητρόπουλο και από την Πλάτωνος μέχρι τον Κοέν. Ποιες θα λέγαμε ότι είναι αδρά οι μουσικές κατηγοριοποιήσεις στη μελοποίηση του Καβάφη;
– Οι πρώτες μελοποιήσεις ποιημάτων του Καβάφη έγιναν από Ελληνες συνθέτες στο πλαίσιο του λόγιου έντεχνου τραγουδιού, αυτού δηλαδή που συνέχισε στον 20ό αιώνα την παράδοση του γερμανικού «lied» ή της γαλλικής «mélodie», σε λιγότερο ή περισσότερο συγχρονισμό με το διεθνή μοντερνισμό, από τον Δημήτρη Μητρόπουλο (1925), τον Γιώργο Πονηρίδη (1934), τον Αριστοτέλη Κουντούρωφ (1942). Στο είδος αυτό ανήκουν πολλές μεταγενέστερες συνθέσεις ή μελοποιήσεις από συνθέτες διαφορετικής εθνικής καταγωγής και συνθετικής τεχνικής, όπως αυτές του Τζον Τάβενερ, του Λου Χάρισον, του Χανς Βέρνερ Χέντσε, του Θόδωρου Αντωνίου κ.ά. Μια άλλη κατηγορία μελοποιήσεων ανήκει στο χώρο του ελληνικού «έντεχνου λαϊκού τραγουδιού»: αυτές του Μίκη Θεοδωράκη, του Μάνου Χατζιδάκι, του Δήμου Μούτση, του Θάνου Μικρούτσικου, της Λένας Πλάτωνος κ.ά. Ως τρίτη κατηγορία θα ανέφερα αυτή ξένων τραγουδιστών-συνθετών από τον γενικότερο χώρο της ποπ κουλτούρας και μουσικής, όπως ο Λέοναρντ Κοέν, ο Ρούφους Γουέινραϊτ, η Λόρι Αντερσον, ακόμη ο Vangelis. Πάντως, χαρακτηριστική για τη διείσδυση και την αναγνωρισιμότητα του ονόματος του Καβάφη είναι η δύσκολα κατατάξιμη περίπτωση ενός άλμπουμ που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό (2023) κι έχει τον τίτλο «M’arrêter ici… Esquisses d’Asie Mineure» («Εδώ ας σταθώ… Σκίτσα από τη Μικρά Ασία»): αποτελεί αποτέλεσμα της συνεργασίας του Ντομινίκ Βελάρ (φωνή, ούτι) και της Ουρανίας Λαμπροπούλου (σαντούρι). Το αποτέλεσμα αποτελείται από οργανικούς αυτοσχεδιασμούς και συνθέσεις πάνω σε ποιήματα του Καβάφη, στο πλαίσιο ενός μεταμοντέρνου έργου-αφιερώματος στην πολυπολιτισμικότητα της Μικράς Ασίας (!). Σημειωτέον ότι ο Βελάρ που υπογράφει συνθετικά τις μελοποιήσεις είναι ένας αναγνωρισμένος τραγουδιστής με ειδίκευση στη μεσαιωνική μουσική και ιδρυτής του εξαιρετικού φωνητικού Ensemble Gilles Binchois.
– Με ποιον τρόπο ανοίγει διάλογο το στοιχείο του Καβάφη με το στοιχείο του εκάστοτε συνθέτη σε κάθε περίπτωση; (Αναφέρατε κιόλας χαρακτηριστικά πως για παράδειγμα το «Alexandra Asking» είναι «περισσότερο Κοέν από ό,τι Καβάφης».)
– Αλλοι συνθέτες (οι περισσότεροι) διαλέγουν συγκεκριμένο ποίημα ή ποιήματα του Καβάφη και προχωρούν στη μελοποίηση. Αλλοι, όπως ο Κοέν ή ο Χέντσε, μελοποιούν μια διασκευασμένη εκδοχή κάποιου ποιήματος. Κάποιοι, όπως ο Τάβενερ, επιλέγουν τη μουσική υπόκρουση της απαγγελίας κάποιου ποιήματος, και, τέλος, άλλοι, όπως ο Γιώργος Σισιλιάνος και ο Μάικλ Φίνισι, τη σύνθεση «καθαρής», ενόργανης μουσικής, εμπνευσμένης από την ποίηση του Καβάφη.
– Ο Δημήτρης Μητρόπουλος αντί για τραγούδια, χαρακτήρισε στην πορεία τις μελοποιήσεις των ερωτικών ποιημάτων του Καβάφη στις «10 Inventions» ως «αρχιτεκτονικά σχέδια» και «μαθηματικούς υπολογισμούς». Τι δηλώνει αυτό για την οπτική του και το μουσικό ύφος αυτών των κομματιών;
– Πρόκειται από τη μια για λέξεις που εντάσσουν το έργο στο μοντερνιστικό κλίμα της εποχής –μιας εποχής που θα χαρακτηριστεί από την αναγωγή της «γεωμετρίας» σε κεντρική έννοια του μοντερνισμού, την υποδοχή του κυβισμού και την «appel à l’ordre» («ανάκληση στην τάξη») στο χώρο των εικαστικών, καθώς και την έμφαση στην κατασκευή και το εγκώμιο στην αρχιτεκτονική από τον Πολ Βαλερί («Ευπαλίνος ή Ο Αρχιτέκτονας», 1921). Από την άλλη, αυτή η επίκληση στις αφηρημένες νοητικές ποιότητες του έργου επιχειρεί να μεταθέσει το βάρος της συζήτησης, από τις κάθε λογής ηθικολογικές αντιδράσεις, στο αίτημα αναγνώρισης της διανοητικής και καλλιτεχνικής τους αξίας.
Στην περίπτωση επίσης του Μητρόπουλου, υπάρχει το «παράδοξο» του ηδονικού χαρακτήρα των ποιημάτων από τη μία και του «ψυχρού» ατονικού χαρακτήρα της μουσικής από την άλλη. Τι δυναμική δημιουργεί αυτή η συνύπαρξη;
– Ο Μητρόπουλος χρησιμοποίησε στις «10 Inventions» την τεχνική του «sprechgesang», ενός υβριδίου μεταξύ τραγουδιού και ομιλίας, σε μια δική του εκδοχή: ως ελαττωμένο τραγούδι, θα έλεγα, παρά ως ενισχυμένη ομιλία, όπως τη συναντάμε στο πρότυπο αυτής της τεχνικής, δηλ. τον Αρνολντ Σένμπεργκ και το έργο του «Φεγγαρίσιος Πιερότος» (1912). Η τεχνική αυτή στις «Inventions» αποτελεί το μουσικό αντίστοιχο της πεζολογικής διάστασης της καβαφικής ποίησης. Από την άλλη, ο Μητρόπουλος δανείζεται μορφολογικά πρότυπα του Μπαρόκ και της αυστηρής αντίστιξης (Μπαχ), μια πρακτική που συνδεόταν την εποχή αυτή με την αναζήτηση μουσικού αντιδότου στο ρομαντισμό (Μπουσόνι) ή στον μοντερνισμό και την υποτιθέμενη έκπτωση των ηθών (Φίτζνερ). Ο συνδυασμός των αντιστικτικών αυτών μορφών με την ατονικότητα παρουσιάζουν την ομοερωτική ποίηση του Καβάφη ως ένα ορθολογικό μοντερνιστικό εγχείρημα, το οποίο διανοίγει δυναμικά νέες υποκειμενικότητες, μακριά από τις συνήθεις προσλήψεις του Αλεξανδρινού ως αδύναμου και γερασμένου ρέκτη μοναχικών απολαύσεων, και της ποίησής του ως προϊόν μιας παθητικής διαδικασίας αναμνήσεων· ενώ η χρήση τονικών υπολειμμάτων και μουσικών δεικτών της Ελληνικότητας, όπως το μελωδικό τριημιτόνιο ή ο ρυθμός των 7/8 («Καλαματιανός»), ανταποκρίνεται στην υβριδικότητα και την ειρωνεία ως θεμελιώδη χαρακτηριστικά της Καβαφικής αισθητικής.
– Από την συνολική σας μελέτη, ποια θα λέγατε ότι είναι η μεγαλύτερη ιδιαιτερότητα στο έργο του Καβάφη για τη μεταφορά του σε ένα μουσικό πλαίσιο;
– Νομίζω ότι αυτή αφορά την συνεχή διαλεκτική ισορροπία ανάμεσα στον πεζολογικό βηματισμό και την απροσδόκητη ή υποδόρια εμφάνιση παραδοσιακών ρυθμικών «νησίδων». Πρόκειται για στοιχείο μιας ιδιαίτερης και εκκεντρικής μουσικότητας, όσο ιδιαίτερος και εκκεντρικός πρέπει να υπήρξε ο ίδιος (και παρά την πεποίθηση του Σεφέρη ότι ο Καβάφης δεν διέθετε «μουσικό αυτί»). Η μουσικορυθμική γοητεία των ποιημάτων του, στην οποία πρώτος υπέκυψε ο «σαν κι εκείνον καμωμένος» Μητρόπουλος, πέρα από τη νοηματική εγγύτητα που τα χαρακτηρίζει με τον κατακερματισμένο μεταμοντέρνο κόσμο μας, έχει εξασφαλίσει στον Καβάφη τόσο την αδιάπτωτη και μάλλον αυξανόμενη παγκόσμια δημοφιλία του, όσο και την διάκριση του πιο συχνά μελοποιημένου ποιητή της ελληνικής γλώσσας.
Πηγή: Καθημερινή