Του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου
Η Σοφία Γιαλουράκη αποτελεί παρελθόν, ως ένσαρκη οντότητα, εξακολουθεί όμως να είναι ισχυρώς παρούσα, ως έμψυχη, πνευματική προσωπικότητα. Διήγαγε βίο αξιοθαύμαστο με πλείστα ενδιαφέροντα και ιδιαίτερη προσήλωση στο εκπαιδευτικό της λειτούργημα. Ως συγγραφέας βούτηξε την πένα της στο μελανοδοχείο της ιστορίας και έπλασε μύθους και διηγήσεις για παιδιά, νέους και μεγάλους. Αναγνωρίστηκε, βραβεύτηκε, αγαπήθηκε κι έσκαψε βαθιά στις ψυχές των μαθητών της για να τους εφοδιάσει με αρετές, αρχές, αξίες και γνώση.
Την γνώρισα πριν από πολλά χρόνια και με τίμησε με τη φιλία της και την εμπιστοσύνη της. Στο σπίτι της στην οδό Ριζάρη 15, πίσω απ’ το Ίδρυμα Ερευνών, με προσκαλούσε τακτικά όπου εκεί κάθε μήνα συναντιόταν με τους πρώην μαθητές της, που πλέον είχαν γίνει ενήλικες και της φερόντουσαν με ξεχωριστό σεβασμό και αγάπη, σαν να ήταν ακόμη στην τάξη.
Ήταν αυτή η σχέση αμοιβαία, καθώς κι αυτή απ’ την πλευρά της τούς έβλεπε σαν τους μικρούς μπόμπιρες που διαπαιδαγώγησε. Η «Γιαλουράκειος» μέθοδος όταν δίδασκε, δημιούργησε Ανθρώπους με ενσυναίσθηση και ελευθερία πνεύματος.
Στον ζεστό χώρο της, μου περιέγραφε τις συζητήσεις του αείμνηστου συζύγου της Μανώλη Γιαλουράκη με τον Νίκο Καζαντζάκη. Διηγήσεις για τον Νίκο Καββαδία και την ιδιότυπη «παραμυθία» του. Εκεί είχε χειρόγραφα ποιήματα του Καβάφη και άκουσα πρωτόγνωρες ιστορίες για την Αλεξάνδρεια.
Το 2012 επιμελήθηκε το βιβλίο μου «Να Φοβάσαι τον Άνδρα…» και οι συζητήσεις μας ατελείωτες, για το αν θα βάλω τη λέξη «Άνδρα» που ήθελα ή «Άντρα» που ήθελε εκείνη στον τίτλο.
Τι σύμπτωση τώρα να βρίσκομαι στην Πόλη που αγάπησε και μεγάλωσε, παρότι γεννήθηκε στο Κάιρο! Ακόμα πιο περίεργη η «ζαριά» της συγκυρίας, να βρίσκομαι στον «Ταχυδρόμο» που ο δικός της Μανώλης δημοσιογραφούσε, τότε που εκείνη δημοσίευε σε συνέχειες στο «Φως» του Καΐρου τις ενδιαφέρουσες μυθοπλασίες της!
Υπήρξε μια σπουδαία γυναίκα, που έζησε με αξιοπρέπεια, αυτοσεβασμό και αυτοεκτίμηση.
Μια συνέντευξη που έδωσε στο «Αλεξανδρινό Ταχυδρόμο» και συγκεκριμένα στον Θανάση Κουτουπά, ας είναι το «Αντίο» της Σοφίας Γιαλουράκη, στην Αλεξάνδρειά της.
Στην πόλη των Αλεξανδρινών που αγάπησε και την αγάπησαν!
Αιώνια σου η Μνήμη, αξιαγάπητη φίλη Σοφία!
Συνέντευξη στον Θανάση Κουτουπά
«Γεννήθηκα στο Κάιρο όπου και τελείωσα το σχολείο. Σπούδασα αρχαιολογία στην Αίγυπτο, παιδαγωγικά στην Αθήνα και θεατρικό παιχνίδι στη Γενεύη. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκα στην Αλεξάνδρεια όπου διορίστηκα από το ελληνικό κράτος ως δασκάλα στα σχολεία της Ιμπραιμίας. Το Μανώλη το γνώρισα σε ένα πλοίο. Γύριζα από την Ιταλία με μια φίλη μου (τότε βλέπεις δεν πηγαίναμε με αεροπλάνα), η οποία μου έδειξε κάποιον από μακριά και μου είπε: «ξέρεις ποιος είναι αυτός; Ένας που διαβάζεις τα άρθρα του στην εφημερίδα. Είναι ο Μανώλης ο Γιαλουράκης, που είναι δημοσιογράφος στον Ταχυδρόμο». Τότε είχε βγάλει και τα πρώτα του βιβλία, τα ταξιδιωτικά. Εγώ εκείνη την εποχή έγραφα σε μια άλλη εφημερίδα, «το Φως», ένα μυθιστόρημα σε συνέχειες, που λεγόταν «η ξανθή Κυρά». Κατεβαίνω, λοιπόν, στην τραπεζαρία με τη φίλη μου να τον γνωρίσω, του συστήνομαι, και μου κάνει την εξής πρόταση: «θέλετε να γνωρίσετε τον Καββαδία;». «Γιατί είναι εδώ;». «Αμέ», μου απαντάει. Ανεβαίνουμε, λοιπόν, μια σκάλα και βλέπω εκεί τον Κόλια με έναν μπερέ. Με τον Μανώλη γνωρίζονταν πολύ καλά, αλλά εμένα, φυσικά, δε με ήξερε. Κάποια στιγμή ο Καββαδίας άρχισε να κουνάει μπροστά στα μάτια μου τα κλειδιά του, με κοίταξε και μου είπε, «πάρτε, κυρία μου, τα κλειδιά μου να πάτε στην καμπίνα μου με τον Μανώλη». Εγώ ξαφνιάστηκα και του λέω, «συγγνώμη, αλλά τον κύριο τώρα μόλις τον γνώρισα και μόνο ένα βιβλίο του έχω διαβάσει». «Γιατί πόσα βιβλία του πρέπει να διαβάσετε, για να πάτε στην καμπίνα μου; Ε, αφού λοιπόν δε θέλετε, καθίστε εδώ μαζί μου». Και άρχισε να μας διηγείται εκείνες τις φοβερές ιστορίες του. Ότι πήγαινε με μαύρες, με άσπρες, με ζώα, με ό,τι μπορείτε να φανταστείτε…Κατάπληκτη εγώ…Η άμοιρη, δεν ήξερα τότε….
Αργότερα, φυσικά, έμαθα ότι τα περισσότερα που έλεγε ήταν προϊόντα της φαντασίας του. Μετά έγινε φίλος του σπιτιού.
Ο Μανώλης, λοιπόν, ήταν εναντίον του γάμου και είχε βάλει στην εφημερίδα μια ανακοίνωση στην οποίο έλεγε ότι οι καλλιτέχνες δεν πρέπει να παντρεύονται, με το οποίο συμφωνούσα κι εγώ, γιατί πάντα πίστευα ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι αλλιώτικοι, δεν συμβιβάζονται εύκολα. Τελικά, ζήτησε να με παντρευτεί με έναν όρο: στο γάμο να μην έρθει κανείς και να μην το ανακοινώσουμε. Έγινε, λοιπόν, ένας υπέροχος γάμος στον Άγιο Σάββα, με κλειστές τις πόρτες, μας πάντρεψε δεσπότης και φυσικά δεν είχαμε κόσμο να κρίνει το νυφικό φουστάνι μου, όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις. Όπως καταλαβαίνεις, όταν βγήκαμε από την εκκλησία και λέγαμε ότι παντρευτήκαμε, κανείς δε μας πίστευε. Έτσι, από την επόμενη μέρα ξεκίνησε ουσιαστικά η αληθινή μου ζωή. Με τον Μανώλη κάναμε πάρα πολλά πράγματα. Eκείνος μου άνοιξε τα φτερά. Δίπλα του, επίσης, σταμάτησα να γράφω, γιατί πίστευα ότι δύο συγγραφείς δε χωράνε στο ίδιο σπίτι. Πήρα, λοιπόν, την απόφαση και την ανακοίνωσα στην εφημερίδα. Οι συνάδελφοι ξαφνιάστηκαν. «Και τί θα τους κάνουμε τώρα τους ήρωες της ξανθής Κυράς;». Τους έβαλα, λοιπόν, όλους σε ένα πλοίο, το βύθισα και πάει, τελείωσε το μυθιστόρημα.
Τον Μανώλη το θαύμαζα πάρα πολύ. Ήταν πολύ του ταξιδιού και έτσι γνωρίσαμε σχεδόν όλον τον κόσμο. Περάσαμε υπέροχα. Και φυσικά γνώρισα την Αλεξάνδρεια των γραμμάτων. Εκείνος ήταν μέσα στα γράμματα, αφού έγραφε και ο ίδιος. Ο μόνιμος τσακωμός του ήταν με το Τσίρκα, εάν ο Καβάφης ήταν ομοφυλόφιλος ή πολιτικός. Μια φορά πήγε ο Τσίρκας στην εφημερίδα, τον άρπαξε από το πέτο και του είπε φωνάζοντας: «δεν θα μου καταστρέψεις εμένα τη θεωρία μου ότι ο Καβάφης ήταν πολιτικός». Αυτοί ήταν οι καβγάδες. Ωραίοι καβγάδες…
Ο Μανώλης, τότε, ήταν υπεύθυνος για τη φιλολογική σελίδα της εφημερίδας και πολλοί Αθηναίοι έρχονταν στην Αλεξάνδρεια να συνεργαστούν μαζί του. Έτσι γνώρισα πολλούς λογοτέχνες και ανθρώπους του πνεύματος, όπως τον Γιάννη το Μαγκλή, τον Γιώργο Σεφέρη με τη γυναίκα του και πολλούς άλλους. Όλοι αυτοί μαζεύονταν σε καφενεία, σε ζαχαροπλαστεία, και, κυρίως, στου Αθηναίου. Ήταν, βλέπεις, τόσο εύκολο να συναντήσεις κάποιον γνωστό στο κέντρο της πόλης.
Στην Αλεξάνδρεια ζήσαμε μέχρι το ’64, οπότε η εφημερίδα πλέον άρχισε να χάνει πελάτες και το σχολείο όπου δούλευα ως δασκάλα άρχισε να χάνει παιδιά. Έπρεπε, λοιπόν, να παρθεί μια απόφαση. Ο Μανώλης ήταν να πεθάνει. Ήρθαμε λοιπόν στην Ελλάδα, αλλά βρήκαμε δυσκολίες. Αυτό που με σόκαρε τα πρώτα χρόνια ήταν η αγένεια των ανθρώπων. Όταν μπήκα για πρώτη φορά σε ένα ταξί και μου είπε ο οδηγός «πού πάει η μαντάμ;» δεν μπορούσα να το πιστέψω. Δεν την αντέχω την αγένεια. Ο Μανώλης ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ στις εφημερίδες. Έβρισκε μεν δουλειά, αλλά στην Αλεξάνδρεια είχε μάθει διαφορετικά. Εδώ όπου πήγαινε του έλεγαν «θα γράφεις για τη Βουγιουκλάκη» και τους απαντούσε ότι ήξερε να γράφει μόνο πολιτικά και λογοτεχνικά άρθρα και ότι δεν ήταν δυνατόν ν’ αρχίσει να γράφει για τη Βουγιουκλάκη. Τελικά ανέλαβε διευθυντής στην εγκυκλοπαίδεια «Δομή» και ησυχάσαμε από τις εφημερίδες. Εγώ, διορισμένη στο δημόσιο, έκανα μια βόλτα στα σχολεία, τα βρήκα βρώμικα κι έδωσα παραίτηση. Στη συνέχεια, μεταξύ πολλών άλλων, δούλεψα στου Παναγιωτόπουλου, άνοιξα δικό μου νηπιαγωγείο, και οργάνωσα τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης. Όταν αργότερα έχασα τον Μανώλη, άρχισα να γράφω παιδικά βιβλία και άρθρα για το περιοδικό των Αιγυπτιωτών.»