Του Κώστα βρουλιωτάκη
Το καφενείο «Μέμφις» βρισκόταν στην οδό Σίντι Μιτουάλι και Μόσκε Αταρίν γωνία, έναντι τεμένους Αταρίν. Ήταν κατάστημα ελληνικής ιδιοκτησίας και λειτουργούσε έως το1985. Σήμερα βρίσκεται κατεστραμμένο και ερείπιο για να θυμίζει την ελληνική συνοικία του Αταρίν. Κατάφερα όμως να πάρω 2-3 φωτογραφίες με τα γράμματα που γράφουν ακόμη και σήμερα το όνομα του. Το καφενείο ήταν ανοικτό μέρα και νύκτα. Εκεί πραγματοποιούνταν όλες οι συναντήσεις.
Συναντούσες Έλληνες όλων των ειδικοτήτων: επιπλοποιούς, ελαιοχρωματιστές, υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους, μηχανικούς, ρολογάδες, ακόμη και τον Γιώργη «Ασανσέρ», που επισκεύαζε τους ανελκυστήρες. Από το πρωί πηγαίναν οι μεγαλύτεροι να πιούνε το καφέ τους και να καθίσουν στα έξω τραπεζάκια του δρόμου, να λιασθούνε το απόγευμα και μετά τις 5 μ.μ. γέμιζε ο καφενές θαμώνες. Ορισμένοι παίζανε τάβλι, άλλοι πρέφα και κάνα δυο μπούκμεϊκερ περίμεναν να πάρουν κανένα παράνομο παιχνίδι από τις κούρσες του Σπόρτινγκ.
Άλλοι πάλι συζητούσαν περί των εργασιών ή πολιτικά. Οι σερβιτόροι Έλληνες να μην προλαβαίνουν οι φωνές τους: ένας «μάλλον» (εννοούσε μάλλον γλυκύς), άλλος με «ολίγη στο χονδρό» (εννοούσε το ανάλογο φλιτζάνι).
Μέσα σε όλα αυτά ξεκινούσανε και οι μικροπωλητές που ήταν και αυτοί Έλληνες. Άνοιγε τη τζαμένια πόρτα, ο μπάρμπα Μήτσος, με την ποδιά την άσπρη και την μπρούτζινη αστραφτερή βιτρίνα του, όπου από κάτω υπήρχε ένα συρτάρι με αναμμένα κάρβουνα και διαλαλούσε: «εδώ το σπιτικό ζεστό μπουρέκι» το οποίο γινόταν ανάρπαστο.
Άλλος πωλητής ήταν ο Μοδινός. Έφτιαχνε εικόνες και τις πουλούσε στα ελληνικά καφενεία, συνήθως μετά τον εσπερινό του Ευαγγελισμού. Έρχονταν για να πουλήσει, ανάλογα την εορτή και έλεγε: «ποιος θα πάρει τον Άγιο Φανούρη». Όλοι ήξεραν ότι την άλλη μέρα ήταν του Αγίου Φανουρίου.
Επίσης είχε και λαχειοπώλες κυπριακής καταγωγής, όπου τα πρακτόρευε ένας Κύπριος πάροικός μας και το πρακτορείο του ήταν πολύ κοντά στο καφενείο. Τα λαχεία ήταν ο «Αισχύλος» και το «Σεκόρσο» καθώς και ένα κοινοτικό της Ιμπραημίας. Θυμάμαι οι Αιγύπτιοι λαχειοπώλες τον Αισχύλο τον αποκαλούσαν «σκύλος»!
Συχνά οι ψαράδες μας βγάζανε σε λαχειοφόρο, ψάρια μεγάλα όπως βλάχο, ροφό, συναγρίδα και ήταν μεγάλα, πάνω 10 κιλά τα οποία τα κληρώνανε μέχρι το βράδυ.
Δεν μπορώ να ξεχάσω και τον Έλληνα λατερνατζή, που με την μελωδική λατέρνα του άκουγες «το γελεκάκι» ή «άσε τα μαλλάκια σου» και η ψυχή μας γέμιζε αισιοδοξία και συγκίνηση!
Μνήμες μιας άλλης εποχής… απ’ το καφενείο «Μέμφις»!