Του Κώστα Βρουλιωτάκη
Η μικρή οδός «Θεραπείας», είναι απέναντι της οδού Ζαγκαρόλα. Σε ένα παλαιό κτήριο στην γωνία και με είσοδο από την «Νάμπι Ντάνιελ» είχαν αρκετοί αείμνηστοι Έλληνες ιατροί τα ιατρεία τους. Τελευταίος εξ αυτών ήταν ο οδοντίατρος Πετροπουλιάδης και ο δερματολόγος Κλάδης. Εκεί έδρευαν και παθολόγοι, χειρουργοί και πάσης φύσεως ιατρικές ειδικότητες. Ανασκαλίζοντας το παρελθόν της Αλεξάνδρειας και εισερχόμενος στην οδό «Θεραπείας» βρήκα ευτυχώς την μοναδική πινακίδα με το όνομα αποτυπωμένο πάνω της «Σαμπεκάν Θέραπι».
Αριστερά του δρόμου αρχίζει ένα συγκρότημα τραπεζών, πολύ κοντά του υπάρχει η πρώην «Εμπορική» μας, ενώ στα δεξιά βρίσκεται ένας σταθμός ηλεκτρικής ενέργειας και στη συνέχεια η πολυκατοικία με το νούμερο 5, που τότε αποτελούσε ιδιοκτησία του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και είχε την έδρα της η Πατριαρχική Βιβλιοθήκη που μεταφέρθηκε από την Ελληνική Λέσχη το 1963.
Εκεί διέμενε ο μποέμ ζωγράφος Γώγος, ένας τύπος ιδιαίτερα νευρικός, προληπτικός και συνάμα δύστροπος. Συχνά εμείς οι μαθητές όταν κάναμε τον κατσιρμά μας (σχολαρχείο) παίζαμε το ταβλάκι μας στο καφενείο του Π. Περή, το ονομαζόμενο «Κρυψώνα». Συγκεκριμένα ήταν κοντά στην οικία του Γώγου, μεταξύ του χρωματοπωλείου Ν. Σπύρου και του φωτογραφικού στούντιο «Βύρων» επί της οδού Τουσούν.
Ένας διάδρομος και στο βάθος το μικρό κατάστημα. Το δε φωτογραφείο διέθετε και παράθυρο όπου πραγματοποιούταν συχνά πυκνά, ο διάλογος μεταξύ Κ. Αποστόλου και Γώγου, εμπρός στο παράθυρο όπου σ΄ ένα τραπεζάκι έπινε τον καφέ του ο Γώγος. Ήταν μια ανυπόκριτη φιγούρα που έφερνε το γέλιο σ όλους μας, με μια κορδέλα στο λαιμό κι έναν μπερέ. Εμείς όταν τον βλέπαμε αρχίζαμε τα περιπαικτικά σχόλια… “ότι είναι σπουδαίος ζωγράφος ο φωτογράφος”… και τότε αυτός ωρυόταν, “πώς ο ίδιος είναι ο μοναδικός στην Αλεξάνδρεια και ουδείς άλλος”. Οι υπόλοιποι που δεν έπαιζαν τάβλι τον ρωτούσαν γιατί σας λένε μποέμ και τότε εκείνος άρχιζε την εξιστόρηση για τις σπουδές του στη Γαλλία το 1930 και πως ήταν μέσα στη μόδα ο γαλλικός μπερές και η κορδέλα που την έκανε φιόγκο γύρω από τον λαιμό του. Εμείς συνεχίζαμε το πείραγμα και ο Γώγος αναγκαζόταν να φύγει.
Πάθαινε όμως μεγάλη ταραχή όταν τον ξανασυναντούσαμε και του λέγαμε ξανά για τον κ. Απόστολο ο οποίος ζωγράφιζε με νερομπογιές την ασπρόμαυρη φωτογραφία στο στούντιο «Βύρων» μιας και δεν υπήρχε τότε η έγχρωμη. «Αυτός είναι ζωγράφος σπουδαίος, τι ωραία ζωγραφίζει, κύριε Γώγο το τελευταίο του έργο το βάλανε σε βιτρία» δήθεν σχολιάζαμε εμείς κι ο άνθρωπος έβγαινε έξω από τα ρούχα του: «Μα είναι ζωγράφος αυτός που βάφει φωτογραφίες!» μας φώναζε ωρυόμενος. Ακόμα θυμάμαι ότι κατά τις 5-6 το πρωί πηγαίναμε για ψάρεμα κι έπρεπε να πάρουμε δόλωμα από τον «Ζουαγιάρ» για να πάμε στα διάφορα στέκια ψαρέματος. Εάν ο Γώγος είχε αγοράσει το δόλωμα και κάποιος του έλεγε «καλημέρα κύριε Γώγο» σκόρπιζε το δόλωμα στο δρόμο και δεν πήγαινε για ψάρεμα. Ήταν αθεράπευτα προληπτικός και θεωρούσε γρουσούζη όποιον τον χαιρετούσε εκείνη τη στιγμή. Ο σατιρικός ποιητής που εξέδιδε «Το Μινοράκι» τον σατίριζε τακτικά.
Γι αυτό και οι μνήμες μου από εκείνη την εποχή έχουν ακόμα πολύ «ψωμί» για μια Αλεξάνδρεια γεμάτη εικόνες, πειράγματα και ιστορίες!