Ο Κώστας Τσαγκαράδας υπήρξε μια πνευματική μορφή των γραμμάτων του νεότερου ελληνισμού της Αιγύπτου. Με εξαίρεση κάποιους μείζονες λογοτέχνες όπως ο Καβάφης, οι υπόλοιποι δεν έγιναν ευρέως γνωστοί στα ελλαδικά γράμματα.
Αυτό εν μέρει δικαιολογείται από το γεγονός ότι για ένα διάστημα το πνευματικό κέντρο των ελληνικών γραμμάτων υπήρξε η ίδια η Αλεξάνδρεια, αλλά και από το γεγονός ότι η μητροπολιτική Ελλάδα, όταν λίγο μεταγενέστερα λαμβάνει τα σκήπτρα της πνευματικής ζωής, προσπαθώντας να ανασυντάξει τις δικές της πνευματικές δυνάμεις, θεωρεί τη διασπορά και τη δημιουργία που απορρέει από αυτήν περιφερειακή και παραπληρωματική.
Ο ίδιος αποτελεί μια άγνωστη για τους πολλούς περίπτωση λογίου, αλλά και μια όχι εξ ολοκλήρου γνωστή περίπτωση γι’ αυτούς που τον γνωρίζουν. Η ζωή και η δράση του στην Αίγυπτο για μεγάλο χρονικό διάστημα περιόρισε την ευρύτερη παρουσία του στην Ελλάδα και στα ελληνικά γράμματα, ενώ αδημοσίευτα έργα του και ένα μεγάλο και ενδιαφέρον άγνωστο αρχειακό υλικό δεν ολοκλήρωσαν την εικόνα του ως λογίου. Το έργο και η κοινωνική δράση του Κώστα Τσαγκαράδα απασχόλησαν τον
ημερήσιο και περιοδικό Τύπο της Αιγύπτου και το έργο του αποτέλεσε αντικείμενο διδακτορικής διατριβής της κ. Ελένης Κονταξή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και είναι η ίδια που φέρνει στο φως το άγνωστο έργο του. Οι αυτοτελείς εκδόσεις των έργων του, σύμφωνα με την ίδια, έτυχαν πολυάριθμων κριτικών δημοσιευμάτων στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο της Αλεξάνδρειας κυρίως, αλλά και άλλων πόλεων της Αιγύπτου. Αναφορικά με τις αυτοτελείς του εκδόσεις δεν έλειψαν και κάποιες κριτικές σε αθηναϊκές εφημερίδες από κριτικούς που είχαν λάβει τα εν λόγω έργα του, κάποιες σε εφημερίδες του
Βόλου, τον οποίο ο Τσαγκαράδας επισκεπτόταν και στον οποίο, όπως και στη γενέτειρά του Ζαγορά του Πηλίου.
Από το 1860 παρατηρείται η δραστηριοποίηση Ελλήνων στις αγορές της Εγγύς Ανατολής και ειδικότερα της Αιγύπτου ως τραπεζιτών και εταίρων σε αγγλικούς οίκους. Η σύνδεση, γενικότερα, του ελληνικού παροικιακού κεφαλαίου (εφοπλιστικού και χρηματιστικού) με το αγγλικό ήταν οργανική, καθότι η Αγγλία διέθετε βαριά βιομηχανία, την κυριαρχία στους εμπορικούς θαλάσσιους δρόμους και τον έλεγχο της αποικιοκρατικής αγοράς14. Η σύζευξη αυτή προσέδωσε στο ελληνικό παροικιακό κεφάλαιο διεθνή χαρακτήρα και συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάπτυξή του.
Πίσω βέβαια από την ανθηρή οικονομική δραστηριότητα της άρχουσας τάξης του παροικιακού ελληνισμού στην Αίγυπτο ζει και εργάζεται ένα μεγάλο μέρος παροίκων σε θέσεις υπαλλήλων και εργατών, οι οποίοι ευνοούνται από τις οικονομικές συγκυρίες, αλλά και σε εποχές μεγάλων οικονομικών κρίσεων και κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, οπότε αρχίζει και η συρρίκνωση του.
Οι Πηλιορείτες λόγω των δυσχερών συνθηκών που επικρατούσαν στο Πήλιο κατά το 19ο και 20ό αι. αναζήτησαν νέες οικονομικές ευκαιρίες στη γειτονική Αίγυπτο, στην οποία μια σειρά ευνοϊκών ιστορικών και οικονομικών συγκυριών συνέβαλε στην ανάπτυξη και ευημερία τους. Δραστηριοποιήθηκαν σε όλη την αιγυπτιακή ενδοχώρα και σε όλους τους τομείς της οικονομίας: τη γεωργία, το εμπόριο, τη βιομηχανία, το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Ιδιαίτερα διέπρεψαν στην ανάπτυξη της βαμβακοκαλλιέργειας, αποτελώντας τους σημαντικότερους συντελεστές της προαγωγής, καλλιέργειας και εμπορίου του βαμβακιού στην Αίγυπτο. Οι πρωτοποριακές και πετυχημένες ποικιλίες βαμβακιού των αδελφών Δημήτριου και Αλέξανδρου Κασσαβέτη, των αδελφών Ιωάννη, Γεωργίου και Κωνσταντίνου Καρτάλη, του Περικλή Κανάβα, του Ζαφείρη Παραχειμώνα, του Ηρακλή Βόλτου, του Νικόλαου Παραχειμώνα32, του Ιωάννη Σακελλαρίδη συνέβαλαν αποφασιστικά και αποκλειστικά στη χρυσή εποχή του αιγυπτιακού βαμβακιού και στην οικονομική ακμή της Αιγύπτου, η οποία όφειλε την ανάπτυξή της στην εξαγωγή του βαμβακιού. Ανάμεσά τους κάποιοι διαθέτουν και εκκοκκιστήρια βαμβακιού. Το γεγονός ότι η Αίγυπτος ωφελήθηκε πάνω από 300.000.000 λίρες μέσα σε τριάντα χρόνια μόνο από την ποικιλία βαμβακιού του
Σακελλαρίδη με το όνομα «Σακέλ», ότι εξαιτίας αυτής της ποικιλίας θεωρήθηκε ως η χώρα που παράγει το καλύτερο βαμβάκι του κόσμου, ότι οι Άγγλοι νηματουργοίαναγκάστηκαν να κάνουν σπουδαίες μετατροπές στις εγκαταστάσεις τους, για να χρησιμοποιήσουν την εν λόγω ποικιλία, αποτελούν τεκμήρια της συμβολής αυτής των Πηλιορειτών στην οικονομική ανάπτυξη της Αιγύπτου.
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΤΣΑΓΚΑΡΑΔΑ
Το 1889 γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος Τσαγκαράδας του Θεοδώρου και της Καλλιόπης στη Ζαγορά του Πηλίου. Σε ηλικία τριών ετών βρίσκεται πιθανόν στην Αλεξάνδρεια μαζί με την οικογένειά του, όπου γεννιέται και η μικρή του αδελφή Ελένη. Ο πατέρας του αυτό το διάστημα πιθανότατα εργάζεται στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Ο Κώστας Τσαγκαράδας επιστρέφει στη Ζαγορά όπου και διδάσκεται τα πρώτα εγκύκλια γράμματα, ζώντας πιθανότατα με τη γιαγιά του μακριά από τους γονείς του για λίγα χρόνια. Από το 1897 τουλάχιστον, ο Κώστας Τσαγκαράδας βρίσκεται και πάλι με τους γονείς του, τη μικρή του αδελφή Ελένη και την αγαπημένη του γιαγιά Αφεντή Α. Τσιτσέ στη Μίνια της Αιγύπτου, όπου εργάζεται πλέον ο πατέρας του, ο οποίος διατηρεί με τον αδελφό του ζαχαροπλαστείο. Εκεί στη Μίνια φοιτά στο ελληνικό σχολείο Παράλληλα, τουλάχιστον από το 1902 έως τον Απρίλιο του 1905 παρακολουθεί μαθήματα γαλλικών στο «Collège des Frères» της Μίνια.
Η οικογένεια μετά το θάνατο του πατέρα πιθανότατα παραμένει στη Μίνια της Αιγύπτου, όπου εξάλλου βρίσκεται και o αδελφός του πατέρα του Δημήτρης με την οικογένειά του. Το 1905, όμως, αποφασίζει να επιστρέψει στη γενέτειρα του τη Ζαγορά. Ο ίδιος συνοδεύει την οικογένειά του στη Ζαγορά, μένει εκεί τέσσερις μήνες και στο τέλος του ίδιου χρόνου επιστρέφει στην Αίγυπτο, για να εργαστεί αναλαμβάνοντας τη συντήρηση της οικογένειάς του.
Η αιφνίδια απώλεια του πατέρα του σε ηλικία 13 ετών και η απομάκρυνσή του από τη θαλπωρή της οικογένειάς του σε ηλικία 16 ετών (κατά το 1905) τού είναι οδυνηρή.
Ο Γεώργιος Κανισκέρης, με μεγάλο εμπορικό οίκο, καταγόμενος από τη γειτονική προς τη Ζαγορά Μακρυρράχη του Πηλίου υπήρξε συγγενής του Κώστα Τσαγκαράδα και οι συγγενείς είθισται να παίρνουν στις δουλειές τους συγγενείς. Διατηρεί στενούς δεσμούς με τα ξαδέλφια του, παιδιά του Κανισκέρη, και ιδιαίτερα με την κόρη του Κατίνα με την οποία διατηρεί και αργότερα –όταν εκείνος φεύγει από την Αλεξάνδρεια- αλληλογραφία, η οποία διακόπτεται όταν εκείνη πεθαίνει σε νεαρή ηλικία.
Κατά το 1907 διαμένει σε δωμάτιο ξενοδοχείου στον πολυσύχναστο και κεντρικότατο δρόμο, στην Teufic Pasha. Το μεσημέρι γευματίζει στο ξενοδοχείο «Αβέρωφ» στην οδό Ταχυδρομείου 14 και τα κυρίαρχα συναισθήματά του εκτός από τη νοσταλγία για τους οικείους του και το γενέθλιο τόπο είναι η μοναξιά1. Τα πρώτα εξάλλου διηγήματα που δημοσιεύει –κυρίως στο περιοδικό Σεράπιον- αντανακλούν αυτό το κλίμα της μοναξιάς, της νοσταλγίας, της απαισιοδοξίας που βιώνει.
Θέτει, ωστόσο, υψηλούς στόχους για το μέλλον, οραματιζόμενος να γίνει κι αυτός, όπως και τόσοι άλλοι ομογενείς και συντοπίτες του, ευεργέτης της πατρίδας του.
Από το 1908 μετέχει ενεργά στην πνευματική της ζωή της Αλεξάνδρειας, δημοσιεύοντας άρθρα του στον Τύπο και διηγήματά του σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το 1910 επιστρατεύεται από το Στρατολογικό Γραφείο Λαρίσης στο 2ο Τάγμα Πεζικού. Ακολουθεί τη διαδρομή Λάρισα – Θεσσαλονίκη – Δράμα – Καβάλα έως τα σύνορα με τη Βουλγαρία, όπου βρίσκεται το σώμα στο οποίο υπηρετεί1. Κατά το 1913 υπηρετώντας στην 7η Μεραρχία, στο 21ο Σύνταγμα Πεζικού, στον 8ο Λόχο, διορίζεται σημαιοφόρος του Συντάγματος.
Μετά το τέλος των πολέμων, την άνοιξη του 1914, επιστρέφει στην Αίγυπτο και εγκαθίσταται στο Ασσιούτ, όπου βρισκόταν η αρχαία Λυκόπολη.
Στο Μανφαλούτ, ένα μικρό χωριό της Κοινότητας Ασσιούτ χτίζει την επιχείρησή του. Εμπορεύεται βαμβάκια κι άλλα γεωργικά προϊόντα. Τα αγοράζει από τους γηγενείς και τα μεταπωλεί. Διαμένει στο Ασσιούτ και καθημερινά πηγαίνει στο Μανφαλούτ. Δέκα τέσσερα χρόνια ζει ως εργένης στο Ασσιούτ. Στο σπίτι του στο Ασσιούτ που διαθέτει εκτός από γραφείο και μεγάλη βιβλιοθήκη, έχει πιάνο και κάθε είδους μουσικά όργανα, τα οποία παίζει, έχοντας άριστο μουσικό αυτί, ενώ ασχολείται ερασιτεχνικά και με τη ζωγραφική.
Εκεί φιλοξενεί συχνά φίλους από την Αλεξάνδρεια. Η σύζυγος του Κώστα Τσαγκαράδα μεγαλωμένη στο Ασσιούτ ήταν εξαιρετικά μορφωμένη και καλλιεργημένη. Είχε φοιτήσει στο αμερικανικό κολλέγιο «Assiut College American Mission», γνώριζε πιάνο, τραγουδούσε πολύ ωραία, μιλούσε πολλές ξένες γλώσσες και αποτέλεσε σύντροφο ζωής για τον Κώστα Τσαγκαράδα που συμμεριζόταν τις ευαισθησίες του, τα ενδιαφέροντά του.
Από το 1920 διατελεί εκλεγμένος πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Ασσιούτ συνεχώς έως το 1931, οπότε δηλώνει παραίτηση στο Υποπροξενείο της Μίνιας, όπου υπαγόταν η Κοινότητα Ασσιούτ, από το αξίωμα του προέδρου. Η δράση του είναι εξαιρετικά θετική για την Κοινότητα, όπως αποδεικνύεται από τις Λογοδοσίες της Κοινότητας, τις οποίες ο ίδιος συντάσσει και επιμελείται την έκδοσή τους κάθε έτος, καθόλη τη διάρκεια της θητείας του. Η Κοινότητα κατά τη θητεία του δραστηριοποιείται και ενδυναμώνεται μέσα από εκδηλώσεις, θρησκευτικούς εορτασμούς, δημιουργία κοινοτικών έργων. Οι λόγοι και οι προσφωνήσεις, στα ελληνικά, τα αραβικά, τα γαλλικά, τα αγγλικά, ανήκουν αποκλειστικά στον Κώστα Τσαγκαράδα, ακόμη κι όταν εκείνος δεν διατελεί πρόεδρος της Κοινότητας και είναι εξαιρετικοί ως προς την έκφραση και το περιεχόμενο, αναδεικνύοντας όχι μόνο τον «πολιτικό» άνθρωπο, τον πατριώτη, τον ακάματο κοινωνικό εργάτη, αλλά και το λογοτέχνη, το ρήτορα.
Από το 1927 γίνεται μέλος του νέοϊδρυθέντος «Συλλόγου Ζαγοράς» που εδρεύει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και απαρτίζεται από Ζαγοριανούς που διαμένουν σε όλη την επικράτεια της Αιγύπτου και του Σουδάν.
Ο Κώστας Τσαγκαράδας συμμετέχει στην πνευματική ζωή του Ασσιούτ, ζωή που αναπτύσσεται γύρω από δύο κυρίως πόλους: τα εκπαιδευτικά ιδρύματα «Assiut College American Mission» και «British Institute» καθώς και το «Club», των οποίων είναι μέλος. Τα δύο πρώτα διοργανώνουν κύκλους εκδηλώσεων, ενώ το τρίτο αποτελεί τόπο συνάντησης ανθρώπων και με πνευματικά ενδιαφέροντα.
Τα καλοκαίρια συχνά τα περνά με την οικογένειά του στην Αλεξάνδρεια, όπου νοικιάζουν σπίτι ή δωμάτιο σε ξενοδοχείο3. Εκεί έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει στις πνευματικές δραστηριότητες, να συναντά τους φίλους του και τις συντροφιές των λογίων της Αλεξάνδρειας, να εκδίδει τα βιβλία του, να αγοράζει βιβλία. Μόνο αρκετά αργότερα ταξιδεύει οικογενειακώς κάποια καλοκαίρια και στη Ζαγορά, όταν πια είναι πιο εύκολο.
Από το 1934 και έως το τέλος της ζωής του αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα με τα μάτια του το οποίο δεν μπορεί να θεραπεύσει.
Κυρίως μετά το 1950 περνά πολλά καλοκαίρια στη γενέτειρά του Ζαγορά, όπου συνδέεται στενά με πολλούς λογίους της, συμμετέχοντας στα πνευματικά της δρώμενα, όταν είναι παρών, και διατηρώντας αλληλογραφία όταν είναι απών. Τον Ιούνιο του 1960 ο Κώστας Τσαγκαράδας αναχωρεί για την Ελλάδα με την οικογένειά του χωρίς επιστροφή. Η εγκατάστασή του στην Αθήνα άλλοτε του είναι δύσκολη, άλλοτε γοητευτική, αλλά η σκέψη του ανατρέχει πάντα και στην Αίγυπτο της ζωής του.
Το 1962 ο Κώστας Τσαγκαράδας πεθαίνει σε ηλικία 73 ετών στην Αθήνα από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και κηδεύεται στο νεκροταφείο του Δήμου Ζωγράφου των Αθηνών σε οικογενειακό τάφο.
Πηγή: ΓΕΓΟΝΟΤΑ: gegonota.news