Του Κώστα Βρουλιωτάκη
Από μικρό παιδάκι ήμουν παππαδάκι στον Ιερό Ναό του Αγίου Σάββα. Εξάλλου είναι η ενορία μου. Αρχές δεκαετίας του 1960, καντηλανάφτης μας ήταν ο μπάρμπα Πέτρος και βοηθός του ο Βασίλης, μετέπειτα ιερέας του Ναού.
Στα κελιά επάνω έμενε ο Διάκος Ρωμανός, νεοφερθείς από Μοναστήρι της Κύπρου, νεαρός με κυπριακή προφορά. Εκτός από Διάκος ήξερε και έφτιαχνε καλυμμαύχια (κάλυμμα κεφαλής των ορθόδοξων ιερέων) που δεν έβρισκαν οι ιερείς και τα έφερναν από την πατρίδα.
Εμείς, πολλά παππαδάκια διαφόρων ηλικιών – από 6 ετών έως και 30 ετών – εκτός από τα Άγια που σηκώναμε, είχαμε και τα βαριά μεταλλικά φανάρια. Και αυτά απαιτούσαν δυνατούς για τις περιφορές των!
Είχαμε επίσης και πολλές άλλες υπηρεσίες στο Ναό. Μία από αυτές ήταν να χτυπάμε τις καμπάνες, άλλοτε χαρμόσυνα και άλλοτε πένθιμα και βέβαια, πότε δύο καμπάνες και πότε τρεις με την καμπανούλα.
Οποία χαρά μας να τραβάμε τα σχοινιά με δύναμη και μανία! Ώσπου ήρθε κάποια στιγμή που ράγισε η μικρή καμπανούλα. Έχασε την μελωδία της και τον ωραίο της ήχο. Τώρα ακουγόταν να σκούζει σαν πονεμένος βάτραχος.
Ο μπάρμπα Πέτρος μας έλεγε: «την κουφάνατε την καταντήσατε κολοκύθα!»
Λίγο καιρό αργότερα, ο αείμνηστος Μακαριστός Πατριάρχης μας Χριστόφορος, ήταν τότε να φύγει για τη Ρωσία καθώς τον είχε καλέσει ο Πατριάρχης της Ρωσίας.
Έτσι μαζευτήκαμε όλα τα παππαδάκια να του πούμε να μας φέρει από τη Ρωσία μια μικρή καμπάνα.
Ο Πατριάρχης μας, το δέχτηκε και είπε στο Διάκο Ρωμανό που θα τον συνόδευε στο ταξίδι του να του το θυμίσει και να επιμεληθεί για να ικανοποιηθεί το αίτημά μας όσον αφορά στην καμπανούλα.
Επέστρεψαν και μας έφεραν καλά νέα, ιδιαίτερα ο Διάκος Ρωμανός. Όλα μας είπαν πήγαν καλά με την περιβόητη καμπανούλα. Μάλιστα είναι δώρο από τον Πατριάρχη της Ρωσίας. Επίσης τα έγγραφα τα είχε δώσει ο Διάκος δια τον εκτελωνισμό.
Έτσι με χαρά περιμέναμε την μικρή μας καμπανούλα.
Μετά από δυο μέρες ήρθε ένα φορτηγό με γερανό και ξεφόρτωσε μια καμπάνα επτά με οκτώ τόνους και με έναν τόνο το αντίβαρο, που θα χτυπούσε το εσωτερικό της καμπάνας.
Η καμπάνα ήταν για να την ακούει όλη η Αλεξάνδρεια ακόμα και τα προάστια της. Ήθελε όμως και το απαραίτητο υψόμετρο, όπως στην κορυφή ενός βουνού!
Όπου και να την τοποθετούσαμε στην ενορία, θα κούφαινε πολλές συνοικίες. Κι εκτός αυτού ο δυνατός της ήχος θα έσπαγε τα τζάμια στα παράθυρα και στις βιτρίνες των καταστημάτων.
Έτσι λοιπόν την βάλαμε σαν έργο τέχνης να διακοσμεί τον περίβολο του Ναού.
Από Ρώσους προσκυνητές, μάθαμε αργότερα ότι τα γράμματα που βρίσκονται στο άνω μέρος της καμπάνας, αποδεικνύουν ότι η καμπάνα είχε προέλθει από λάφυρα του Ρωσοτουρκικού πολέμου.
Μετά από καιρό, ένα πρωινό κυκλοφόρησε η εφημερίδα «Ταχυδρόμος» με αρχισυντάκτη τον αείμνηστο Ντίνο Κουτσούμη.
Έγραφε η εφημερίδα, ότι η καμπάνα εκλάπη από τον περίβολο του Ναού αλλά δεν πρόλαβαν να την φορτώσουν και την εγκατάλειψαν στο μέσον του δρόμου εμπρός στην είσοδο της εκκλησίας.
Μόλις ενημερώθηκαν οι ενορίτες και οι πάροικοι, κατέφθαναν να δουν την καμπάνα που μετακινήθηκε.
Αποχωρούσαν όμως όλοι τους με ένα χαμόγελο, διότι δεν συνειδητοποίησαν ότι η ημερομηνία ήταν η 1η Απριλίου, η μέρα των ψεμάτων, γι αυτό όλοι έλεγαν και του χρόνου!