Ένας από τους κολοσσούς του ελληνικού θεάτρου και του κινηματογράφου, ο Έλληνας «Φρεντ Αστέρ», ήταν ο Αλεξανδρινός Ντίνος Ηλιόπουλος, που είδε το πρώτο φως της ημέρας στην Αίγυπτο, και μάλιστα στην πανέμορφη Νύμφη της Μεσογείου, την Αλεξάνδρεια, στις 12 Ιουνίου του 1913.
Μετά από 88 χρόνια δύσκολης αλλά όμορφης ζωής, στις 4 Ιουνίου του 2001, είκοσι χρόνια πριν από τώρα, ο μεγάλος αυτός Αιγυπτιώτης Αλεξανδρινός καλλιτέχνης άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα. Ήταν 4 Ιουνίου του 2001.
Ο πατέρας του καταγόταν από την Κυπαρισσία, ενώ η μητέρα του είχε γεννηθεί στην Υεμένη. Ο έμπορος πατέρας του καταστρέφεται οικονομικά από το κραχ του 1929 και υποχρεώνεται να μετακομίσει μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του (δύο αγόρια και τρία κορίτσια) στη Μασσαλία, όπου o μικρός Ντίνος γράφτηκε στο Δημοτικό και τελείωσε το σχολείο, πετυχαίνοντας με άριστα στις εξετάσεις για το απολυτήριο Λυκείου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η προσπάθεια του μεγάλου αυτού Αλεξανδρινού ηθοποιού να φοιτήσει τότε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, δίνοντας εξετάσεις με ένα ποίημα του Καβάφη, ήταν αποτυχημένη (!!!), αφού θεωρήθηκε ότι δεν διέθετε τον απαραίτητο, για την εποχή, στόμφο και το ανάλογο παράστημα!!! Ο Ντίνος Ηλιόπουλος όμως δεν απογοητεύτηκε, διέθετε πείσμα και υπομονή κι έτσι γράφτηκε στην ιδιωτική σχολή του διεθνούς φήμης διευθυντή του Θεάτρου «Σάρα Μπερνάρ», Γιαννούλη Σαραντίδη.
Το ξεκίνημά του στο θεατρικό σανίδι έγινε το 1944 με το θίασο της “κυρίας Κατερίνας”, στο έργο του Λέο Λεντς, «Κυρία, σας αγαπώ». Αργότερα έπαιξε στους θιάσους της Μαρίκας Κοτοπούλη, της Μαίρης Αρώνη, του Δημήτρη Χορν κ.ά. αποκομίζοντας πάντα θετικά σχόλια για τις ερμηνείες του. Χαρακτηριστικά, ο σπουδαίος ηθοποιός της εποχής Βασίλης Λογοθετίδης είχε πει για τον νεαρό τότε Ηλιόπουλο: “Τι σπουδαίος! Τι φανταστικός κλόουν! Αυτό θα πει θέατρο!”.
Η πρώτη από τις πολλές κινηματογραφικές συμμετοχές του Ηλιόπουλου έγινε το 1948 με την ταινία «Εκατό χιλιάδες λίρες». Το κινηματογραφικό κοινό πολύ γρήγορα τον αγκάλιασε και η αναγνωρισιμότητά του του επέτρεψε να ηγηθεί από το 1953 θεατρικού θιάσου (με επιχειρηματία τον Χέλμη) στο Θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ, όπου παρουσίασε την κωμωδία: «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», με συμπρωταγωνίστρια την Άννα Συνοδινού.
Οι περιοδείες του σε όλη την Ελλάδα και οι ταινίες του, που γυρίζονταν η μία μετά την άλλη, γνώρισαν τεράστια επιτυχία και έτσι το 1963 δημιούργησε τη δική του θεατρική στέγη στο Θέατρο Γκλόρια, ως επιχειρηματίας και θιασάρχης. Ανέβασε κωμωδίες Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, που έγιναν μεγάλες θεατρικές επιτυχίες και μεταφέρθηκαν και στον κινηματογράφο, όπως τα «Ξύπνα Βασίλη», «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Εξοχικόν κέντρον “Ο Έρως”», «Ζητείται ψεύτης», «Έκτο πάτωμα» κ.ά. Μέσα από τον θίασό του αναδείχθηκαν καινούριες πρωταγωνίστριες, που διέπρεψαν και καθιερώθηκαν στη συνείδηση του θεατρόφιλου κοινού σαν σπουδαίες ερμηνεύτριες, όπως η Άννα Φόνσου και η Μάρω Κοντού. Κάποιο διάστημα υπήρξε συνθιασάρχης με τον Μίμη Φωτόπουλο, σε ένα θεατρικό «πάντρεμα» δυο μεγάλων καλλιτεχνών, που ανεβάσαν, προς τέρψη του κοινού τους, έργα υψηλού επιπέδου.
Παράλληλα με τις θιασαρχικές του δραστηριότητες ο Ντίνος Ηλιόπουλος έπαιξε με το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο, έργα του κλασσικού ρεπερτορίου. Επίσης συνεργάστηκε με τον Αλέξη Σολομό στο «Προσκήνιο». Το 1972 συμπρωταγωνίστησε με την Έλλη Λαμπέτη στο μιούζικαλ «Γλυκιά Ίρμα» (Είχε προ υπάρξει κι’ άλλη συνεργασία με το θίασο Λαμπέτη – Χόρν, με το έργο: «Ένα ζευγάρι παπούτσια»).
Το 1974 έκανε μια περιοδεία σε 60 πόλεις των ΗΠΑ και του Καναδά, με τα έργα: «Ζητείται ψεύτης», του Δημήτρη Ψαθά και τις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη. Η περιοδεία κράτησε ενάμιση χρόνο, πρωτοφανές διάστημα για ελληνικό θίασο.
Ο Αλεξανδρινός Ντίνος Ηλιόπουλος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του θεάτρου και γενικότερα της Τέχνης. Υπήρξε ένας από τους ευγενέστερους ανθρώπους, που πέρασαν από τον καλλιτεχνικό χώρο. Έλαμπε και ξεχώριζε από τη φινέτσα και την αυθόρμητη απλότητα της ερμηνείας του. Συνεργάστηκε με όλους τους ηθοποιούς της ελληνικής σκηνής, μεγάλους και μικρούς, τους αγάπησε και τον αγάπησαν, τους σεβάστηκε και τον σεβάστηκαν, αλλά, ο φίλος της καρδιάς του (που “πιο αδελφός δεν γίνεται”, όπως έλεγε ο ίδιος) ήταν ο Βαγγέλης Πλοιός.
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος παντρεύτηκε δύο φορές. Ο πρώτος του γάμος διήρκησε ελάχιστους μήνες, ενώ από τον δεύτερο, που τελέστηκε το 1963, με την Χίλντεγκαρντ Βίτσερ, αυστριακής καταγωγής, απέκτησαν δύο κόρες, την Εβίτα και τη Χίλντα και τρία εγγόνια, την Νικήτα της Εβίτας, την Έλλη και τον Ντίνο, της Χίλντας.
Απεβίωσε στις 4 Ιουνίου 2001 στην Αθήνα, μετά από μακρά νοσηλεία σε διάφορα νοσοκομεία. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στις 6 Ιουνίου 2001 στο Α΄ Νεκροταφείο και στο μνήμα του υπάρχει μια πλάκα, που γράφει κατ’ απαίτησή του: «Με συγχωρείτε κυρίες μου, που δεν μπορώ να σηκωθώ».
Για την μεγάλη του προσφορά στο θέατρο τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α’. Επίσης του απονεμήθηκε το 1999 το Μετάλλιο της Πόλεως των Αθηνών από τον Δήμο Αθηναίων, όπως και τιμητική πλακέτα το 2000 από τον Δήμο Πειραιά.
Για τον Ντίνο Ηλιόπουλο, είχε πει ο Κώστας Καραμανλής: «Ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Ντίνος όλων των Ελλήνων, με το αστείρευτο, πολυδιάστατο ταλέντο του υπηρέτησε την τέχνη του, κυριάρχησε στη θεατρική σκηνή και τη μεγάλη οθόνη, δωρίζοντας απλόχερα το γέλιο σε γενιές Ελλήνων θεατών. Το ήθος του και η σεμνότητά του είναι η παρακαταθήκη του για τους νεότερους συναδέλφους του».
(Με πληροφορίες από την Βικιπαίδεια)