Σε σκληρή γλώσσα ήταν γραμμένη η δήλωση που εξέδωσε η βρετανο-αιγυπτιακή κοινοβουλευτική ομάδα, που παρουσίασε χθες η «Αλ Αχράμ», μέσα από την οποία βουλευτές των δύο χωρών καταδίκασαν τη δημοπρασία του Οίκου Christie’s για την πώληση κλεμμένων αιγυπτιακών αντικειμένων, συμπεριλαμβανομένης της κεφαλής του βασιλιά Τουταγχαμών στο Λονδίνο, παρά την κατακραυγή από τις αιγυπτιακές αρχές.
«Η πώληση αιγυπτιακών αντικειμένων παραβιάζει τις διεθνείς συμβάσεις της UNESCO που απαγορεύουν την παράνομη εισαγωγή, εξαγωγή ή μεταβίβαση κυριότητας πολιτιστικών αγαθών και οι οποίες επιτρέπουν επίσης στην Αίγυπτο να ανακτήσει παράνομα λαθραία αντικείμενα που είναι καταχωρημένα σε διεθνή μουσεία», αναφέρεται.
Η δήλωση επεσήμανε ότι η εν λόγω δημοπρασία στο Λονδίνο παραβιάζει όλες τις διεθνείς συμβάσεις, συνθήκες και συμφωνίες λόγω έλλειψης εγγράφων ιδιοκτησίας.
Πάντως, η αιγυπτιοβρετανική κοινοβουλευτική ομάδα εξέφρασε την εκτίμησή της στις χώρες που συνεργάστηκαν με την Αίγυπτο για την ανάκτηση πολλών από τις κλεμμένες αιγυπτιακές αρχαιότητες στο εξωτερικό.Να σημειωθεί ότι η Αίγυπτος κατόρθωσε να ανακτήσει 1.100 αντικείμενα το 2016 και το 2017 από 20 χώρες.
Η μεικτή κοινοβουλευτική ομάδα εξέφρασε τη λύπη της και για «τη σιωπή της ΟΥΝΕΣΚΟ σε αυτό το επαναλαμβανόμενο έγκλημα κατά τρόπο που να αμφισβητείται η αξιοπιστία του διεθνούς οργανισμού».
Οι βουλευτές παράλληλα εκφράζουν την έκπληξή τους «για το γεγονός ότι η βρετανική κυβέρνηση ζήτησε από την Αίγυπτο να αποδείξει ότι αντικείμενα όπως ο επικεφαλής του βασιλιά Τουταγχαμών είναι αιγυπτιακά, απαιτώντας από τον ιδιοκτήτη, και όχι αυτόν που έκλεψε, να αποδείξει την κυριότητα”, αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση.
Ενώ, τέλος, τα μέλη της εν λόγω Μεικτής Κοινοβουλευτικής Ομάδας «κάλεσαν την αιγυπτιακή κυβέρνηση να αναθεωρήσει τη συνεργασία της με τις βρετανικές αρχαιολογικές αποστολές που δραστηριοποιούνται στην Αίγυπτο, καλώντας και τη βρετανική κυβέρνηση να συνεργαστεί για να σταματήσει την παράνομη πώληση αρχαιοτήτων».