Σαν σήμερα, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1982, μάς εγκατέλειψε για πάντα ο Αιγυπτιώτης Μάνος Λοΐζος, ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες συνθέτες.
Ο Μάνος Λοΐζος, που είχε γεννηθεί στις 22 Οκτωβρίου του 1937, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, είχε κυπριακή καταγωγή. Ο πατέρας του, Ανδρέας Λοΐζος, καταγόταν από την Λάρνακα και ήταν κάτοικος των Αγιών Βαβατσινιάς ενώ η μητέρα του, Δέσποινα Μανάκη, καταγόταν από τη Ρόδο.
Από μικρή ηλικία, άρχισε ασχολείται με τη μουσική. Στην ηλικία των επτά ετών μελετά βιολί, αρχικά ερασιτεχνικά κι έπειτα στο Εθνικό Ωδείο της Αλεξάνδρειας. Αποφοίτησε από το Αβερώφειο Γυμνάσιο το 1955 ήλθε στην Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει.
Αρχικά γράφτηκε στην Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά στις αρχές του 1956 την εγκαταλείπει με σκοπό να φοιτήσει στην Ανωτάτη Εμπορική. Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα φοιτά στην Σχολή Βακαλό θέλοντας να σπουδάσει ζωγραφική.
To 1960 εγκαταλείπει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο και εργάζεται περιστασιακά προκειμένου να επιβιώσει: άλλοτε σαν σερβιτόρος, άλλοτε σαν γραφίστας σε διαφημιστικές εταιρείες, άλλοτε σαν μουσικός σε μπουάτ.
Στα τέλη του 1961 αρχές του 1962 συμμετέχει σε μια πρωτοβουλία συγκρότησης του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής. Την άνοιξη του 1962 χρησιμοποιείται από τον Μίκη Θεοδωράκη σαν διευθυντής της χορωδίας του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής στις παραστάσεις της Όμορφης Πόλης.
Ο Μάνος Λοΐζος φιλοξενείται στο σπίτι της πρώην συζύγου του καθηγητή των γαλλικών που είχε στην Αλεξάνδρεια, της Διδούς Πετροπούλου, η οποία εργαζόταν στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Αυτή θα συστήσει τον νεαρό μουσικό στον Μίμη Πλέσσα ο οποίος μεσολαβεί στη δισκογραφική εταιρεία Φιντέλιτυ. Το 1962 ηχογραφεί το πρώτο του σαρανταπεντάρι, «Το τραγούδι του δρόμου» σε στίχους Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και ερμηνεία από τον Γιώργο Μούτσιο
Τον Μάρτιο του 1965 παντρεύεται την πρώτη του σύζυγο Μάρω Λύμνου. Μαζί της αποκτά και μία κόρη, την Μυρσίνη. Όταν επιβλήθηκε η Χούντα των Συνταγματαρχών έφυγε για την Αγγλία τον Σεπτέμβριο του 1967, για να επιστρέψει πάλι στην Ελλάδα στις αρχές της επόμενης χρονιάς. Το 1971 γνωρίζει την δεύτερη σύζυγό του την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη.
Το 1972 θα αποτελέσει ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών και Στιχουργών Ελλάδος (ΕΜΣΕ), που συστήνεται για την καταπολέμηση της κασετοπειρατείας και της λογοκρισίας.
Το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου θα συλληφθεί στο σπίτι του στο Χολαργό και θα κρατηθεί για δέκα ημέρες. Το 1978 θα παντρευτεί την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη και την ίδια χρονιά θα γίνει πρόεδρος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών και Στιχουργών Ελλάδος. Τον Οκτώβριο του 1981 μπήκε στο Γενικό Κρατικό νοσοσκομείο με περικαρδίτιδα και νεφρική ανεπάρκεια και στο τέλος του χρόνου ταξίδεψε στη Μόσχα για ιατρικές εξετάσεις.
Συνεργάστηκε με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Φώντα Λάδη και τον Γιάννη Νεγρεπόντη και Δημήτρη Χριστοδούλου στους στίχους και με τους ερμηνευτές Στέλιο Καζαντζίδη, Μαρία Φαραντούρη, Χάρις Αλεξίου, Γιώργο Νταλάρα, Γιάννη Καλατζή, Δήμητρα Γαλάνη κ.ά.
Τελευταίος δίσκος του ήταν τα «Γράμματα στην Αγαπημένη» σε στίχους του Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ με απόδοση στα ελληνικά του Γιάννη Ρίτσου.
Στις 8 Ιουνίου του 1982 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και νοσηλεύεται για ένα μήνα σε νοσοκομείο. Τον Αύγουστο ταξίδεψε για νοσηλεία στη Μόσχα, όπου στις 7 Σεπτεμβρίου υφίσταται δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο.
Πέθανε δέκα ημέρες αργότερα, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1982.
Πηγή: ΒΗΜΑ