Ο Άλεκ Σκούφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια στις 23/3/1886. Γόνος της παλαιάς αθηναϊκής οικογένειας Σκούφου – ο Γ. Σκούφος είχε διατελέσει Δήμαρχος Αθηναίων – ήταν γιος του διπλωματικού Ιωάννη Σκούφου (πρόξενος της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια) και της κόρης του Νικολάου Αμπέτ, κι αδελφός της Αικατερίνης Τρεχάκη, της Φροσύνης Κατσαρού και της Μ. Χωρέμη.
Τις πρώτες του σπουδές έκανε στη Σχολή Ιησουϊτών, ενώ παράλληλα μαθήτευσε στη Φιλαρμονική Σχολή Αλεξανδρείας. Κατόπιν πήγε σε Ιταλία και Γαλλία, όπου σπούδασε μουσική, στην οποία είχε κλίση από μικρός, ενώ παράλληλα επιδόθηκε στην ποίηση και τη λογοτεχνία, εκδίδοντας στο Παρίσι ποιητικές συλλογές, καθώς και το μυθιστόρημα ¨Χρυσόψαρο¨.
Επί πολλά χρόνια έδινε συναυλίες στην Αίγυπτο και στην Ευρώπη, διακρινόμενος κυρίως στο ρόλο του ¨Ριγολέττου¨ στην Όπερα του Μόντε Κάρλο, παίζοντας στο πλευρό του Καρούζο. Χαρακτηριστικά, το Γενάρη του 1917 ο αλεξανδρινός ¨Ταχυδρόμος¨ έγραφε : ¨Πολύς λόγος γίνεται εν Ευρώπη περί του Έλληνος συμπολίτου μας καλλιτέχνου Αλεξάνδρου Σκούφου, βαρυτόνου μελοδράματος, του οποίου πολλάς επιτυχίας ανέγραψαν το παρελθόν έτος αι θεατρικαί εφημερίδες του Μιλάνου. Ήδη η παρισινή εφημερίς ¨Θέατρον και Μουσική¨ αναγράφει νέας επιτυχίας του Σκούφου εις τον Ριγολέττον, ον έπαιξε εις το Μόντε Κάρλο το 1915 μετά του διασήμου τενόρου Καρούζο. ¨Αι τελευταίες παραστάσεις – γράφει η εφημερίς – απεκάλυψαν εις τον θεατρικόν κόσμον το όνομα του βαρυτόνου Αλεξάνδρου Σκούφου, νεαρού μαθητού του Άραμι. Ο νεαρός βαρύτονος προσέδωκεν εις τον ρόλον του γελωτοποιού χαρακτήρα τοσούτον τραγικού μεγαλείου και πνευματικής φαντασίας συνδυαζομένης με τόσην τελειότητα φωνής, ώστε επεβλήθη εις το κοινόν και εις το πλευρόν ακόμη του διασήμου Καρούζο¨. Εις τον αυτόν ρόλον, ο κ. Σκούφος ήρατο πραγματικόν θρίαμβον εις το Μέγα Θέατρον της Λυών, τουθ΄ όπερ θα ευχαριστήση πολύ όχι μόνον τους φίλους του, αλλά και εκείνους οι οποίοι δεν γνωρίζουσιν εν τω Σκούφω ειμή τον γλυκύν ποιητήν των ¨Πρασίνων Κληματίδων¨ και των ¨Ολυμπίων¨.
Κατόπιν πήγε στην Αθήνα, όπου διορίστηκε καθηγητής του Ελληνικού Ωδείου, συνεργαζόμενος με τον Δ. Μητρόπουλο, αλλά δεν έμεινε για πολύ, ξαναπήγε στην Αλεξάνδρεια και κατόπιν στο Παρίσι, όπου έμεινε ως το τραγικό τέλος της ζωής του.
Περνώντας λοιπόν τη ζωή του μεταξύ Αιγύπτου και Γαλλίας, συμμετείχε αφιλοκερδώς σε διάφορα φιλανθρωπικά κονσέρτα, όπως αυτό του Καλομοίρη στην Αλεξάνδρεια του 1920-22, στο οποίο όπως αναφέρεται ¨αληθώς είχε φανή υπέροχος, είχε τόσο πολύ εμβαθύνει στα νεοελληνικά έργα, είχε τόσο τέλεια αποδώσει και χρωματίσει τον Ελληνικό ρυθμό, που ολόκληρο το ακροατήριο υπό το κράτος δονιστικής συγκινήσεως εξέσπασε σε φρενητικά χειροκροτήματα¨. Ας σημειωθεί πως το ¨φόρτε¨ του ήταν ¨Ο γέρο Δήμος¨. Στη δε αλεξανδρινή ¨Αλάμπρα¨ το Δεκέμβριο του 1920 απέδωσε και πάλι το Ριγολέττο, ρόλος που όπως έλεγαν πολλοί τότε του ταίριαζε και οπτικά, αφού είχε μία ατροφία στο δεξί του πόδι.
Τον συναντάμε όμως και στην Αθήνα, είτε στο θέατρο ¨Κεντρικόν¨ το Μάρτη του 1927 σε συναυλία με έργα του Σαμάρα υπό τη διεύθυνση του Δ. Μητρόπουλου, είτε προσκεκλημένο σε ¨ταράνσεν-πάρτυ¨ του ζεύγους Μακκά, είτε ως δάσκαλο της μετέπειτα σπουδαίας ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη, την οποία σε νεαρή ηλικία είχε προτρέψει να ακολουθήσει καριέρα πριμαντόνας.
Έχοντας, όπως αναφέρει ο Τίμος Μαλάνος, ¨τις ροπές του Καβάφη, όχι όμως και την σύνεση εκείνου¨, αν και ήταν φίλοι, συναναστρεφόταν τις νύχτες νεαρούς της Μονμάρτης, με αποτέλεσμα στις 25/3/1932 να βρεθεί στο διαμέρισμα του, επί της οδού Ρώμης 97 πλησίον του σταθμού Σαιν Λαζάρ, άγρια δολοφονημένος. Οι εφημερίδες της εποχής αναφέρονται σε μακρά και άγρια πάλη με το δολοφόνο του, που φαίνεται πως γνώριζε καλά και ο οποίος του επέφερε στο μέρος της καρδιάς πολλά πλήγματα με στιλέτο, ενώ ο λαιμός του αποκόπηκε με ξυράφι. Οι αρχές διεξήγαγαν μεγάλη έρευνα, συμπεραίνοντας πως ο σκοπός της επίθεσης ήταν η κλοπή – ο Σκούφης ήταν ευκατάστατος και οικονομικά ανεξάρτητος – αφού μετά το φόνο αφαιρέθηκαν από το σπίτι πολλά κοσμήματα σεβαστής αξίας. Τελικά, ο δράστης δεν βρέθηκε ποτέ…
Λίγο μετά το θάνατο του, ο φίλος του Γ. Πιερίδης, έγραφε μεταξύ άλλων : ¨Τ΄ αλεξανδρινά πεζοδρόμια θυμούνται ακόμα τον χτύπο του μπαστουνιού του. […] Ο θόρυβος του μπαστουνιού του, ο μοναδικός, προμηνούσε τον ερχομό του. […] Και χωρίς το δυστύχημα του ποδιού του, ο Σκούφης ήταν κάποιος. Μια φυσιογνωμία. Στην Αλεξάνδρεια, στην Αθήνα, στο Παρίσι, αδιάφορο. Η προσωπικότης του δεν έσβυνε μέσα στα μεγάλα κέντρα, έστω κι αν περιτριγυριζόταν εκεί από πλήθος παράξενων, δυνατών, πρωτότυπων τύπων. Ο Σκούφης ήταν ο Σκούφης, κι ούτε να τον σβύσουν, ούτε να τον συγχύσουν με άλλον ήταν δυνατό. Ο νους του ; Η ψυχή του ; Ο χαρακτήρας του ; Μια κυψέλη αντιθέσεων ! Το παιδί και ο άνδρας, ο Μεφιστοφελής και ο Άγγελος, ο πολιτισμένος και ο βάρβαρος, ο καλός κι ο κακός, ο είρων και ο σοβαρός, ο φίλος και ο εχθρός. Όλοι συζούσαν μέσα του και δύσκολα να ξεχωρίση κανείς το στοιχείο εκείνο που υπερτερούσε. Ο ίδιος καλά-καλά δεν ήξερε. Σε κάποιο ποιήμα του ¨Ταυτότης¨, μεταφρασμένο από τον κ. Π. Γνευτό λέει : ¨Ποια περασμένα, ω Αίμα μου, στα βάθη μου δεν κρύβω / Και πια δεν έχουν σωριαστή στις φλέβες μου φαρμάκια / Και νοιώθω μες΄ το είναι μου την ώρα που δακρύζω / Να ζωντανεύουνε νεκροί που εγώ δεν τους γνωρίζω¨. […] Μια ώρα συναναστροφής με τον Άλεκ, όταν είχε κέφι, ήταν πανηγύρι, πνευματικό γλέντι. Γούστο, τάλαντο, εξυπνάδα, άστραφταν σαν πολύτιμη πέτρα στον ήλιο. […] Και ο πιο έξυπνος αντίπαλος προτιμούσε να σωπάση και ν΄ απολαύση τον Άλεκ. Τ΄ ανέκδοτα του, δροσερά, ανοιχτά, ¨πικάντικα¨, τσουχτερά, ήταν απόσταγμα της ζωής που πέρασε στις τρεις πόλεις. […] Η Αλεξάνδρεια δεν θα τον ξαναδή. Και ο ρυθμικός χτύπος του μπαστουνιού του είναι πλέον μια ανάμνησις […]¨.
Τελευταία, μα σημαντική, ήταν η μετά θάνατον πράξη του ανοίγματος της διαθήκης του, μια διαθήκη που αξίζει να αναδημοσιευτεί, αφού τελικά χαρακτηρίζει τον καλλιτέχνη, τον άνθρωπο, τον Αιγυπτιώτη :
¨Δια αυτής ορίζει, το καθαρόν υπόλοιπον της ευρεθησομένης κινητής περιουσίας του, μετ΄ αφαίρεσιν των εξόδων και τελών, και αφού δοθούν 100 λίραι εις τον υπηρέτην του Άλυ Ιντρίς, διανεμηθή εις ίσα μέρη μεταξύ των ανεψιών του Δεσποίνης και Ιωάννας Π. Τρεχάκη, Μικέ και Ιωάννου Κ. Χωρέμη και Γ.Μ. Κατσαρού. Διαχειριστήν της ακινήτου περιουσίας του, συγκειμένης εκ του γωνιαίου κτιρίου της διασταυρώσεως των οδών Σταμπούλ και Τουσούν, αφήνει την Κοινότητα Αλεξανδρείας, με τας εξής υποχρεώσεις : 1] Εκ των εισοδημάτων ταύτης να εξοφληθή, εάν μέχρι του θανάτου δεν έχη εξοφληθή, χρέος του εις την Λαντ Μπανγκ οφ Ήτζυπτ. 2] Εκ του υπολοίπου να δίδωνται κατ΄ έτος εις την αδελφήν του Αικατερίνην Παντιά Τρεχάκη 250 λίραι. 3] Να διατίθενται κατ΄ έτος ανά 200 λίραι δι΄ ανωτέρας σπουδάς επί τριετίαν : α) Ενός νέου και μιας νέας αποφοίτων των Κοινοτικών Σχολών Αλεξανδρείας, οίτινες θα ήθελον να σπουδάσουν Φιλολογίαν ή οιανδήποτε άλλην επιστήμην πλην του Δικαίου, εις Πανεπιστήμια της Ευρώπης. β) Ενός μαθητού του Εθνικού Ωδείου Αθηνών, στελλόμενου επί τριετίαν εις Παρισίους, Βερολίνον ή Μιλάνον. Η διαθήκη ορίζει τον τρόπον, καθ΄ ον θα εκλέγωνται οι μαθηταί ούτοι. Το προς την Καν Π. Τρεχάκη κληροδότημα είναι τελείως προσωπικόν. Μετά θάνατον ταύτης, αι κατ΄ έτος 250 λίραι ορίζει όπως διατίθενται (επί τριετίαν) προς τελειοποίησιν σπουδαστού της εν Αθήναις Σχολής Καλών Τεχνών, κατά προτίμησιν γλύπτου ή ζωγράφου. Μετά την εξόφλησιν του προς την Λαντ Μπανγκ χρέους του, ο διαθέτης ορίζει όπως η Κοινότης λαμβάνη εκ των περισσευόντων εισοδημάτων 200 λίρας κατ΄ έτος και διαθέτη ταύτας κατ΄ εκλογήν υπέρ ενός των ιδρυμάτων της¨.
Ας σημειωθεί, πως ο αποκλεισμός της Νομικής από τη διαθήκη του ¨δύναται να εξηγηθή εκ του γεγονότος ότι ο Άλεκ αρκετάς πικρίας εδοκίμασεν εις την ζωήν του εξ υποθέσων, αίτινες είχον σχέσις με την νομικήν επιστήμην και συναφώς ωμίλει εις τους φίλους του¨…
Πηγές : Τ. Μαλάνος ¨Αναμνήσεις ενός Αλεξανδρινού¨, Αθήνα 1971, σ.σ 88-91 – ¨Κ.Π. Καβάφης : Ο γέρος της Αλεξάνδρειας¨, Βόλος 1996, σ. 2 – ¨Ταχυδρόμος¨, Αλεξάνδρεια 4-17/1/1917, 2-15/12/1920, 3-16/3/1922, 26/3/1932, 28/3/1932, 29/3/1932, 31/3/1932, 4/4/1932, 5/4/1932 – ¨Σκριπ¨, Αθήνα 29/3/1927 – ¨Μπουκέτο¨, Αθήνα 19/9/1926 – www.ekalexandria.org (22/11/2016) – www.elenipapadaki.blogspot.gr (22/11/2016)
Ν. ΝΙΚΗΤΑΡΙΔΗΣ