Την πολυσχιδή δραστηριότητα των Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία ανέδειξαν για άλλη μια φορά μέσω του σεμιναρίου «Enterprise and Diversity: Greek-Australian Occupational Pursuits, 1810s to Present», που έλαβε χώρα στην ελληνική κοινότητα Μελβούρνης, ο ιστορικός Leonard Janiszewski και η Ελληνοαυστραλέζα φωτογράφος Effy Alexakis, που μελετούν την ελληνική διασπορά στη μακρινή ήπειρο από το 1982. «Μεγάλωσα με το αφήγημα ότι κάποτε θα επιστρέφαμε στην Ελλάδα», λέει στην «Κ» η κ. Alexakis, «ο πατέρας μου είχε φτάσει στην Αυστραλία το 1954 και λίγα χρόνια αργότερα κατόπιν συνεννοήσεως έφτασε η μητέρα μου με ένα από τα “bride ships” της εποχής». Οταν τη δεκαετία του ’80 ο πατέρας της πεθαίνει αιφνιδιαστικά, εκείνη συνειδητοποιεί ότι η παλιννόστηση δεν θα συνέβαινε ποτέ. Με αφορμή την εν λόγω απώλεια, η Alexakis αρχίζει να απαθανατίζει μέλη της ελληνικής κοινότητας. Μέχρι τότε, άλλωστε, η ιστορία της Αυστραλίας, παρά την πολυπολιτισμική πληθυσμιακή της σύνθεση, είχε καταγραφεί αποκλειστικά υπό το βρετανικό πρίσμα και η ιστορική παρουσία των υπόλοιπων εθνοτικών ομάδων είχε αποσιωπηθεί.
«Η εικόνα που είχε επικρατήσει για τους Ελληνες ήταν ότι ήταν ιδιοκτήτες καφενείων και των λεγόμενων milk bars», σημειώνει ο κ. Janiszewski, «οι δε γυναίκες είχαν συνδυαστεί συνειρμικά με μαυροφορεμένες φιγούρες ή γυναίκες ντυμένες με παραδοσιακές στολές». Το πρώτο κύμα μετανάστευσης Ελλήνων έλαβε χώρα από 1850 έως 1890, όταν διαπιστώθηκε ότι η Αυστραλία διέθετε στο υπέδαφός της κοιτάσματα χρυσού (Gold Rush Era). «Τα επίσημα στοιχεία μιλούν για 1.000-1.500 Ελληνες, ωστόσο πρέπει να κυμαίνονταν από 3.000- 5.000 άτομα, που προέρχονταν από περιοχές εκτός της τότε ελληνικής επικράτειας». Αν και δεν είναι ευρέως γνωστό, υπήρξαν «ιστορίες επιτυχίας» ακόμα και μεταξύ των πρώτων μεταναστών. «Ο πρώτος, βέβαια, καταγεγραμμένος Ελληνας ήρθε το 1814, ως μέλος πληρώματος βρετανικού πλοίου, ο οποίος διατηρούσε ερωτική σχέση με γηγενή, καρπός της οποίας ήταν ο γιος του, George Pappas».
Χαρακτηριστικό, πάντως, των πρώτων Ελλήνων εποίκων ήταν η ίδια τους η κινητικότητα, καθώς έφτασαν στη μακρινή ήπειρο από τις ΗΠΑ, τη Ν. Αφρική, την Αίγυπτο, τη Μ. Ασία και τη Μαύρη Θάλασσα, άπαξ και αντιλήφθηκαν ότι η ζωή στην Αυστραλία είχε καλύτερες προοπτικές. «Εφεραν σημαντική τεχνογνωσία, ειδικά στον τομέα του εμπορίου, καθώς ήξεραν πώς να πουλάνε», προσθέτει ο ιστορικός, «δραστηριοποιήθηκαν σε όλους τους τομείς της οικονομίας». Ασχολήθηκαν με τη ναυτιλία, την αλιεία, στην οποία εισήγαγαν άγνωστες στους Αυστραλούς μεθόδους, τα μαργαριτάρια, το σινεμά, με παρουσία Ελλήνων ηθοποιών, το εμπόριο, ένα από τα πρώτα εργοστάσια τσιγάρων ήταν ελληνικό κ.ά. Τις επόμενες δεκαετίες οι αριθμοί των Ελλήνων που φτάνουν κυρίως από τα νησιά (Κύθηρα, Ιθάκη, Καστελλόριζο) αυξάνονται σημαντικά. «Ηρθαν εξ αρχής πολλοί μορφωμένοι Ελληνες, από το ’50 είχαμε Ελληνες γιατρούς εδώ», τονίζει ο ιστορικός. «Ειδοποιός διαφορά από άλλες εθνοτικές ομάδες είναι ότι οι Ελληνες εντάχθηκαν στην αυστραλιανή κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα διατήρησαν πολύ έντονα την εθνική τους ταυτότητα», υπογραμμίζει ο ίδιος. Η «στροφή» στην καταγραφή της ιστορίας των μειονοτήτων είναι διεθνής και συμβάλλει στον αυτοπροσδιορισμό των απογόνων των μεταναστών, αλλά και της ένταξης των σύγχρονων μεταναστών. «Υπάρχουν πολλές αφίξεις από Ελλάδα, αλλά το μόνο αριθμητικό στοιχείο που διαθέτουμε είναι οι 2.200 αιτήσεις για βίζα το 2016», απαντά ο κ. Janiszewski, «σήμερα περπατάς στη συνοικία Oakleigh της Μελβούρνης και νιώθεις λες και είσαι στο Κολωνάκι».
Από 11 έως 100 ετών
Ο Janiszewski και η Alexakis έχουν πάρει συνεντεύξεις από 5.000 άτομα ελληνικής καταγωγής από 11 έως 100 ετών. Για τις ανάγκες της έρευνας ο ιστορικός, που διδάσκει στο Macquarie University, έχει φτάσει μέχρι και το Αγιον Ορος. «Η έρευνά μας συνεχίζεται αέναα», σημειώνει ο Αυστραλός ιστορικός, «έχουμε ήδη προγραμματίσει συνεντεύξεις για το καλοκαίρι».