H ακάματη Πέρσα Κουμούτση, συγγραφέας και μεταφράστρια από τα αραβικά και τα αγγλικά, με σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Αιγυπτιακού Πανεπιστημίου του Καΐρου, ύστερα από την ανθολογία της σύγχρονης αραβικής ποίησης που εκδόθηκε πρόσφατα, μας παρουσιάζει το καινούριο της μυθιστόρημα, το Αλεξανδρινές φωνές στην οδό Λέψιους. Πρόκειται για την αφήγηση μερικών ιστοριών που διαδραματίζονται στην οδό Λέψιους της Αλεξάνδρειας, τον δρόμο όπου έμενε ο Κωνσταντίνος Καβάφης, στα χρόνια του Μεσοπολέμου (1930-1933). Οι ήρωες και οι ηρωίδες αυτών των ιστοριών, Έλληνες και Ελληνίδες οι περισσότεροι –οι άλλοι είναι ελάχιστοι–, εργάζονται, συζητούν, ερωτεύονται, παντρεύονται, γεννούν παιδιά και πεθαίνουν σε μια γειτονιά, όπου τα μυστικά και τα πάθη καθορίζουν τη ζωή τους.
Η αφήγηση αρχίζει με τον Καβάφη και τελειώνει με αυτόν, άρα η παρουσία του σφραγίζει ολόκληρο το μυθιστόρημα, μολονότι υπάρχουν κι άλλοι σημαντικοί ήρωες για τους οποίους μαθαίνουμε πολλά πράγματα, κυρίως ερωτικά. Στο πρώτο κεφάλαιο με τον τίτλο «Κωνσταντίνος Καβάφης» βλέπουμε τον ποιητή να επισκέπτεται τον γιατρό Χριστόφορο Παπαστεφάνου, ο οποίος με δισταγμό τού ανακοινώνει πως οι εξετάσεις που έκανε δείχνουν κάτι πολύ σοβαρό στην υγεία του. Ο γιατρός δεν συμπαθούσε τον ποιητή ούτε τον εκτιμούσε ιδιαίτερα, εξαιτίας των όσων διαδίδονταν για τον έκλυτο βίο του, τις ιδιοτροπίες του, τον προκλητικό του χαρακτήρα, μα και για το ποιητικό ταλέντο με το οποίο ήταν προικισμένος. Επίσης, βλέπουμε τον Καβάφη να διαπνέεται από το αίσθημα της ζήλιας για τον παλιό του φίλο, τον Άγγλο συγγραφέα E. M. Φόστερ, επειδή τον πληροφόρησε ότι μόλις είχε ολοκληρώσει το ιστορικό και ταξιδιωτικό του βιβλίο Αλεξάνδρεια.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, το «Χριστόφορος Παπαστεφάνου», μαθαίνουμε αρκετά για την προσωπική ζωή του γιατρού, ο οποίος ήταν στη νεότητά του δεμένος αισθηματικά με μια κοπέλα, την Αγγελική, που τον λάτρευε, αλλά την εγκατέλειψε άσπλαχνα για ανεξακρίβωτους λόγους, με το πρόσχημα πως δεν μπορούσε τις εξαρτήσεις κι έπρεπε να σκεφτεί το μέλλον του. Εκείνος παντρεύτηκε άλλη γυναίκα –εκείνη πήρε άλλον άντρα–, ωστόσο δεν έζησε ευτυχισμένος στον γάμο του, μολονότι η σύζυγός του ήταν όμορφη και νεότερή του, αφού πάντοτε υπήρχε μέσα του η εικόνα της Αγγελικής και η ερωτική αίσθηση που τον είχε κάνει να νιώσει.
Ήδη ο αναγνώστης, αρχίζοντας το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου, το «Φίλιππος Αναστασιάδης», έχει αντιληφθεί πως η Πέρσα Κουμούτση τον έχει εισαγάγει όχι μόνο στον περίκλειστο κόσμο των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας, έναν κόσμο που αποτελείται από πλούσιους και φτωχούς, εργατικούς και φιλόδοξους, εγωιστές και φιλήδονους, ανθρώπους με αδυναμίες και πάθη. Του μιλάει πρωτίστως για το μεγάλο πάθος τους, τον έρωτα, την ανάγκη ν’ αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν, και την προσπάθειά τους για την εκπλήρωση των σαρκικών τους αναγκών, και το μεγάλο τους λάθος να δεθούν διά βίου με άλλον άνθρωπο και να πληρώσουν τις συνέπειες της πράξης τους – ο Αναστασιάδης είναι δικηγόρος και σ’ αυτόν προστρέχει μια νεαρή κοπέλα που θέλει να της βγάλει διαζύγιο και να την απελευθερώσει από τα δεσμά του γάμου.
Στα επόμενα κεφάλαια συναντάμε τους συγγενείς του γιατρού και τους γείτονές του της ελληνικής παροικίας που ανήκουν σε διαφορετικά κοινωνικά στρώματα. Ερωτευμένοι νέοι εξαφανίζονται από τη ζωή της αγαπημένης τους, παντρεμένοι με παιδιά μπλέκουν με νεαρές αμφιβόλου ηθικής, κοπέλες με φυσικά προσόντα για να ξεφύγουν από τη φτώχεια εμπορεύονται τα κάλλη τους, γυναίκες που χάνουν παιδιά σε αποβολές στερούν από τον άντρα τους το σεξ, άλλες που νιώθουν υγιείς και διέπονται από ερωτική λαχτάρα πέφτουν στην ανία του γάμου, παρθένες που αναζητούν τα αντρικά χέρια στο κορμί τους και πέφτουν στα νύχια βιαστών, ώριμες κυρίες που παίζουν το παιγνίδι της αποπλάνησης με νέους άντρες. Κι όλα αυτά σε μια πόλη, όπου οι άνθρωποι διαδηλώνουν κατά της διαφθοράς, της κυβέρνησης και του βασιλιά της Αιγύπτου.
Ασφαλώς, σε τούτο το γοητευτικό μυθιστόρημα πρωταγωνιστεί η Αλεξάνδρεια με τα χρώματα και τις μυρωδιές της, μια πόλη θρυλική, γεμάτη ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα, ένας τόπος μαγικός, σαγηνευτικός, και βέβαια όχι επειδή εκεί έζησε και πέθανε ο μεγάλος ποιητής της «Ιθάκης», των «Τειχών» και των «Θερμοπυλών». Η Πέρσα Κουμούτση περιγράφει με ενάργεια τη συγκεκριμένη πόλη στο τέλος μιας εμβληματικής εποχής, «μιας εποχής λάμψης αλλά και φθοράς του μεσοπολεμικού αιγυπτιώτικου ελληνισμού», όπως γράφει. Όσο για τους ήρωές της, τους αντιμετωπίζει με συμπάθεια και επιείκεια: όσα έκαναν, καλώς τα έκαναν. Μάλιστα, βάζει στο μυαλό του κουρασμένου μα χορτασμένου Καβάφη την εξής σκέψη: «Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας, από τη φύση μας την ίδια».