Δεκαέξι χρόνια πριν, ο 16χρονος (τότε) Τζορτζ Ιντ, έπαιρνε στα χέρια του μια καρτ-ποστάλ από τον παππού του, που βρισκόταν στη «δύση» της ζωής του. Η καρτ-ποστάλ είχε ένδειξη προέλευσης τη Σάμο, προορισμό τη Βηρυτό και έτος αποστολής το 1957. Την υπέγραφαν η αδελφή της προγιαγιάς του νεαρού, Μαρία, και ο σύζυγός της, Μιχάλης, κι έγινε η αφορμή για να ξετυλιχθεί το κουβάρι της ιστορίας των Ελλήνων του Λιβάνου, μιας ιστορίας τόσο παλιάς όσο και η καταστροφή της Σμύρνης… Ιστορίας που ο Τζορτζ Ιντ έκανε ντοκιμαντέρ.
Ο νεαρός (τότε) Τζορτζ έδωσε όρκο στον παππού του να βρει τις ρίζες της οικογένειάς του και μέσα από την ιστορία της να ανασυνθέσει το μωσαϊκό του Ελληνισμού στον Λίβανο. Όπως κι έγινε με …καθυστέρηση μερικών δεκαετιών. Με την καρτ-ποστάλ ανά χείρας και μια παλιά φωτογραφία, ο Τζορτζ Ιντ επισκέφθηκε πέρυσι τη Σάμο και κατάφερε να βρει διέξοδο σε μια αναζήτηση που έμοιαζε με λαβύρινθο λόγω της φυσικής φθοράς των πρωταγωνιστών από το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου.
Ο Τζορτζ Ιντ, δημοσιογράφος σε μεγάλο αραβικό δίκτυο, σήμερα, περιέγραψε την ιστορία της οικογένειάς του στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, και μέσα απ? αυτήν την ιστορία των Ελλήνων του Λιβάνου, την οποία κατέγραψε στο ντοκιμαντέρ (KalimeraMenBeirut/Καλημέρα από τη Βηρυτό), που βρίσκεται στο τελικό στάδιο προετοιμασίας, προτού είναι έτοιμο να προβληθεί στη μεγάλη οθόνη:
«Ο παππούς μου, μαζί με τον πατέρα του Ιωσήφ και τη μητέρα του Γαλάτεια, η οποία καταγόταν από τη Σάμο, έφτασαν στο λιμάνι της Βηρυτού το 1922, όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν άρον άρον τη Σμύρνη, επιβιβαζόμενοι σε μια μικρή βάρκα, και να αναζητήσουν μια νέα πατρίδα στον Λίβανο.
»Ο ξεριζωμός τούς στοίχισε όχι μόνο γιατί άφησαν πίσω όλα τα υπάρχοντά τους και ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους, αλλά κυρίως επειδή η ευρύτερη οικογένειά τους «έσπασε» σε τρία κομμάτια- άλλοι πήγαν στη Σάμο, άλλοι στην Αμερική και κάποιοι λίγοι, όπως ο παππούς του Τζορτζ, στον Λίβανο.
»Η ιστορία (της αναζήτησης των οικογενειακών μας ριζών, αλλά και του ίδιου του ντοκιμαντέρ) ξεκίνησε πριν από 16 χρόνια, όταν πέθαινε ο παππούς μου. Μου είχε αφηγηθεί πώς έφτασε στον Λίβανο και μεγαλώνοντας δίπλα του έμαθα κάποια ελληνικά και πάντα άκουγα τις ιστορίες του. Πριν από την τηλεόραση, διασκεδάζαμε ακούγοντας τις ιστορίες των παππούδων μας.
Η διαχρονικότητα της προσφυγιάς…
Στο ντοκιμαντέρ, που γυρίστηκε εν μέρει στην Ελλάδα κι εν μέρει στον Λίβανο καταγράφεται η ζωή των Ελλήνων στον Λίβανο, ο πόνος και η χαρά τους. Σήμερα, σύμφωνα με τον δημιουργό του, στα χαρτιά οι Έλληνες του Λιβάνου είναι περί τις 10.000.
Ωστόσο οι απόγονοι εκείνων των πρώτων προσφύγων που έφτασαν το 1922 είναι ολοένα και λιγότεροι. Παρά το γεγονός ότι ο αριθμός τους δεν είναι μεγάλος, έχουν μια ιστορία να διηγηθούν και αυτή την ιστορία θέλησε να διηγηθεί και ο ίδιος ο Τζορτζ Αΐντ στο ντοκιμαντέρ του, το οποίο, όπως λέει, έχει έχει αναφορές και στη σημερινή προσφυγική κρίση. «Το 1922, κάποιοι Έλληνες ήρθαν στον Λίβανο, κάποιοι χριστιανοί από την Τουρκία ήρθαν στον Λίβανο προσπαθώντας να σωθούν από τον πόλεμο. Σήμερα κάποιοι Σύροι φτάνουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα…».
«Είμαστε λίγοι αλλά ακόμη εδώ»
Το όνομα του ντοκιμαντέρ είναι «KalimeraMenBeirut» (Καλημέρα από Βηρυτό). «Αποφάσισα να δώσω αυτό το μεικτό όνομα (μισό στα ελληνικά και μισό στα αραβικά) στο ντοκιμαντέρ, όπως διπλές είναι και οι δικές μου ρίζες.
Χρησιμοποίησα λοιπόν το Καλημέρα, που είναι μια λέξη που τη γνωρίζουν σχεδόν όλοι στον Λίβανο» λέει και προσθέτει: «Χρησιμοποίησα αυτό τον τίτλο και για να στείλω ένα μήνυμα, να πω «γεια σας, εμείς οι Έλληνες της Βηρυτού, του Λιβάνου είμαστε ακόμη εδώ»».
Ο ίδιος μπορεί να μην έχει ελληνική υπηκοότητα, αλλά η καρδιά του, όπως λέει, είναι ελληνική. «Έχω μεγάλο σεβασμό απέναντι στον ελληνικό πολιτισμό και θα συνεχίσω να εργάζομαι για την εκπλήρωση αυτού του σκοπού. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι το 1922 πολλοί άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν με τη βία τις εστίες τους. Αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν. Οι Έλληνες που έφτασαν εδώ δεν ήρθαν σίγουρα για διακοπές…» τονίζει ο Τζορτζ Ιντ.
Στο ντοκιμαντέρ του, το οποίο είναι στα αραβικά με ελληνικούς υπότιτλους, ακούγονται τραγούδια της Σωτηρίας Μπέλλου αλλά και πολλά ακόμη ρεμπέτικα τραγούδια. Δεν είναι για εμπορική διάθεση καθώς όπως λέει… «Θέλω να φτάσει σε όσο το δυνατόν περισσότερο ανθρώπους. Δεν θέλω αυτή η ιστορία, η ιστορία των Ελλήνων στον Λίβανο να πεθάνει».