Ο πρώτος ναός στη μνήμη του Ελληνα «φονιά του απαρτχάιντ»

Σε ένα μικρό χωριό του Μαλάουι, στο Murakela, ακούγονται χαρούμενες φωνές παιδιών. Ηταν σαν μια γιορτή εκείνη η μέρα που ο επίσκοπος Μοζαμβίκης Ιωάννης έθεσε τον θεμέλιο λίθο στον νέο υπό ανέγερση Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου Αρχιεπισκόπου Αιγίνης.

Ουσιαστικά, έθεσε τις βάσεις για την δημιουργία του πρώτου Ιεραποστολικού Κέντρου και της πρώτης Ορθόδοξης Ενορίας στα βόρεια της Μοζαμβίκης, σε κλίμα χαράς και συγκίνησης.

Ο Ελληνας, φονιάς του απαρτχάιντ

Αυτή, είναι η εικόνα του σήμερα, με όλο το βάρος, τους συμβολισμούς και την ουσία του ιεραποστολικού έργου που επιτελεί το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής.
Πίσω από την εικόνα αυτή, όμως, κρύβεται μια σκληρή και συνάμα βαθιά ανθρώπινη ιστορία, ενός Ελληνα που κάποιοι τον χαρακτήρισαν «πραγματικό φονιά του Απαρτχάιντ», «τυραννοκτόνο» και «άγνωστο Ελληνα Τσε Γκεβάρα». Δεν είναι και λίγο να σκοτώσεις μέσα στην Βουλή της Νότιας Αφρικής τον πρωθυπουργό -οραματιστή του απαρτχάιντ, Εντρικ Φερβούρτ και, όταν πεθάνεις, έγκλειστος σε ψυχιατρείο, να μη βάλουν στον τάφο σου ούτε καν μια πλάκα με τ’ όνομά σου, να είσαι κομμουνιστής και χριστιανός, ένας «θρύλος» επαναστάτης που πυροδότησε και σηματοδότησε τον αγώνα εναντίον του απαρτχάιντ…

Στη μνήμη αυτού του Ελληνα -του Μίμη Τσαφέντα- μπήκε ο θεμέλιος λίθος του ναού. Οι κάτοικοι του χωριού υποδέχθηκαν για πρώτη φορά τον Ορθόδοξο επίσκοπο της χώρας με μεγάλη χαρά, ενώ οι αρχηγοί του χωριού και της περιφέρειας έκαναν στον λόγο τους ιδιαίτερη μνεία στην παρουσία του και στην τιμή που αισθάνονται για την παρουσία του ανάμεσά τους. Το χωριό τους, συγκαταλέγεται στις φτωχότερες περιοχές της χώρας, σαν μια από αυτές που έζησε ο Δημήτρης (Μίμης) Τσαφέντας.

«Ούτε άσπρος, ούτε μαύρος»

Η ιστορία ξεκινά στις 14 Ιανουαρίου του 1918, τότε που γεννήθηκε ένα παιδί -«ούτε μαύρο, ούτε λευκό», όπως έλεγαν- από τον Κρητικό Μιχάλη Τσαφαντάκη και την Μοζαμβικάνα Αμίλια Βίλιανς. Ο πατέρας του, που δεν έχει παντρευτεί την μητέρα, βλέπει το μωρό και αποφασίζει να το αναγνωρίσει. Το στέλνει να μεγαλώσει με τη γιαγιά του, Κατερίνα, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Εκεί ο Δημήτρης παίρνει ελληνική παιδεία, γίνεται με λίγα λόγια ελληνόπουλο, τραγουδά τον Ερωτόκριτο και λατρεύει την γιαγιά του. Η μοναδική φωτογραφία του ως παιδί είναι από την Αλεξάνδρεια.

Στα οκτώ του χρόνια επιστρέφει στον πατέρα του, καθώς η γιαγιά έχει γεράσει και δεν μπορεί πια να τον φροντίζει. Ο πατέρας του έχει παντρευτεί την ελληνίδα, Μαρίκα, και έχουν μετακομίσει στην Πραιτόρια της Ν. Αφρικής. Εκεί αρχίζουν τα προβλήματα, γιατί τον μικρό Δημήτρη δεν τον θέλουν στο σπίτι και στα 12 του, τού αποκαλύπτουν ότι είναι νόθος. Αναζητώντας φροντίδα, προσοχή και αγάπη «γίνεται περίεργος, δύστροπος και κακός», λέει η μικρότερη αδελφή του, Ελένη Τσαφαντάκη.

Στην εφηβεία δουλεύει ως εργάτης και βρίσκεται οργανωμένος στο κομμουνιστικό κόμμα και αυτό γιατί είναι το μόνο που δέχεται τους μιγάδες, τους κολοράτους όπως τους αποκαλούσαν.

Στην ενηλικίωση ξεκινά -ως ναυτεργάτης- τα ταξίδια του, που θα κρατήσουν 20 ολόκληρα χρόνια. Ταξίδια που έγιναν μύθος από τα γράμματα που έστελνε στους γονείς του από όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου: από την Αμερική όπου νοσηλεύτηκε, έπειτα από τορπιλισμό που δέχθηκε το πολεμικό πλοίο που δούλευε, μέχρι τον Καναδά, και από τη Γερμανία, την Πορτογαλία και την Ολλανδία μέχρι και την Παλαιστίνη.

Μπήκε στο νοσοκομείο για να έχει να φάει

Σε κάποιο άλλο νοσοκομείο στην Αμερική, που μπήκε με κάποιο φίλο του -όπως αποκαλύπτει ο ίδιος- για να φάει (μεγάλο του πρόβλημα η επιβίωση), έκαναν απόδραση δένοντας τα σεντόνια των κρεβατιών και ενώ ο Τσαφέντας κατέβηκε ο φίλος του έπεσε και σκοτώθηκε.

Μια διαδρομή πολυτάραχη με σταθμούς την Τουρκία, όπου δούλεψε και ως καθηγητής στην Αγκυρα, αφού μιλούσε άπταιστα περισσότερες από οκτώ γλώσσες. Στη σχολή που διδάσκει γνωρίζεται με μια πανέμορφη Τουρκαλα, αλλά δεν την παντρεύεται γιατί αρνήθηκε να αλλάξει θρησκεία και στο τέλος εγκαταλείπει τη χώρα.

Πηγαίνει στην Ελλάδα και ζει εκεί για δύο χρόνια -στο τέλος του εμφυλίου πολέμου. Εκεί βαπτίζεται με δική του θέληση. Είναι 30 ετών.

Η επιστροφή στην Αφρική

Στην Αφρική γυρίζει στις αρχές του 1960, μετά από τον θάνατο του πατέρα του και ύστερα από πρόσκληση και βοήθεια του γαμπρού του.
Το απαρτχάιντ όμως δεν τον δέχεται, γιατί είναι κολοράτος: ούτε άσπρος ούτε μαύρος. Οι συγγενείς του δεν τον αντέχουν, αλλά και η ελληνική κοινότητα, μέσα στην οποία προσπαθεί να επιβιώσει, δεν του δίνει σημασία. Ένα πιάτο φαΐ, καφές, αλλά -όπως πάντα- είναι ένας άνθρωπος χωρίς όνομα, δίχως ταυτότητα, χωρίς καμιά αποδοχή.

Κομμουνιστής αλλά και βαθιά θρησκευόμενος, στο Κέηπ Τάουν γνωρίζει μια οικογένεια μαύρων. Οχι μόνο μένει μαζί τους, αλλά ζητά να αλλάξει το χρώμα, που αναγράφεται στο διαβατήριό του και να γίνει μαύρος, για να παντρευτεί την κόρη τους. Του απαγορεύουν την όποια αλλαγή χρώματος στο διαβατήριο και απογοητεύεται.
Την ίδια περίοδο πιάνει δουλειά στη Βουλή.
«Περίεργο», λένε πολλοί. «Πώς μπήκε ένας μικτής καταγωγής σε έναν χώρο, όπου μόνο λευκοί μπορούσαν;». «Μα μιλούσε άπταιστα οκτώ γλώσσες και ήταν πανέξυπνος», λένε άλλοι.

«…Τον σκότωσα τον νταή τους…»

Στις 14:30 την 6/9/1966 δολοφονεί με 4 μαχαιριές τον πρωθυπουργό της χώρας Φερβούντ.

Στην ανάκριση δεν μιλαει. Δίκη δεν έγινε ποτέ. Μεταφέρθηκε όμως στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Πραιτόρια. Εκεί, σε ένα κελί, που χωρά ίσα – ίσα ένα κρεβάτι, βασανίζεται πολλές φορές την μέρα, ενώ ακούει αλλά και βλέπει να κρεμούν θανατοποινίτες.
Εκεί γνωρίζεται με τον καταδικασμένο για δράση κατά του απαρτχάιντ Αλέξη Μουμπάρη και του λέει σε μια ανάπαυλα από τα βασανιστήρια «…τον σκότωσα τον νταή τους…» μένει με τον Άλεξ για επτά οκτώ μήνες μαζί μα δεν μιλά πολύ. Βασικός μάρτυρας ο Άλεξ που τον θεωρεί ήρωα.
Ενώ ο Μουμπάρης κάνει απόδραση, ο Μίμης παραμένει στην ίδια φυλακή επί 28 χρόνια, κάτω από άθλιες συνθήκες μέχρι που ο Μαντέλα ανεβαίνει στην εξουσία και τον βάζει στο ψυχιατρείοZonderwater.

Στο ψυχιατρείο (θυμίζει περισσότερο ψυχιατρικές φυλακές) ζει τα τελευταία χρόνια της ζωής, αν και ήθελε να περάσει τα τελευταία χρόνια του στην Ιεριχώ. Λιγοστοί περνούν να τον δουν. Ακόμη πιο λίγοι, τέσσερις Έλληνες και τρεις ντόπιοι, τον συνοδεύουν στην τελευταία του κατοικία στις 10/10/1999. Σε ηλικία 81 ετών, ο Δημήτρης Τσαφέντας έσβησε στις 3 μ.μ. την Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 1999.
Ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει τάφος, παρά μόνο μια πέτρα στο σημείο που είναι θαμμένος.

Η ζωή του έγινε βιβλίο («Αναπαράσταση μιας δολοφονίας», Ενκ Βαν Βούρντεν, εκδ. «Κέδρος»), ντοκιμαντέρ (Μανώλη Δημελλά: Live and let live, Οδοιπορικό στην ταραχώδη ζωή του Δημήτρη Τσαφέντα) και θεατρικό έργο (Αντονι Σερ: «Δελτίο Tαυτότητας»).

Στη σκέψη πολλών η τελετή  στο μικρό χωριό του Μαλάουι, με τη θεμελίωση του Ναού του Αγίου Διονυσίου, αναβίωσε μνήμες από την ιστορία αυτή.

Πλάι στο παρελθόν, βρέθηκε το παρόν μιας περιοχής που έχει τεράστιες ανάγκες και που η ορθόδοξη ιεραποστολή τείνει τη δική της χείρα βοηθείας. Μέσα σε μια πρόχειρη αχυροκαλύβα, που χρησιμοποιείται ως προσωρινός Ναός, οι ντόπιοι μίλησαν για την ανάγκη δημιουργίας ενός Ιερού Ναού, ενός σχολείου, ενός ιατρικού κέντρου και μιας γεώτρησης πόσιμου νερού, ως απαραίτητων στοιχείων για την συνέχιση της ζωής στο χωριό τους.

(www.thetoc.gr)