Πλούσια και εντυπωσιακά ήταν το 2016 τα αρχαιολογικά ευρήματα στην Κύθνο, στη θέση Βρυόκαστρο, όπου τοποθετείται η αρχαία πρωτεύουσα του νησιού. Όπως πληροφορεί, με ανακοίνωσή της, η ανασκαφική ομάδα, επικεφαλής της οποίας είναι ο καθηγητής Αλέξανδρος Μαζαράκης Αινιάν, οι έρευνες επικεντρώθηκαν στα δύο δημόσια κτίρια (ιερά) των κλασικών-ελληνιστικών χρόνων στο Μεσαίο Πλάτωμα της Άνω Πόλης. Μάλιστα, το ένα από αυτά (Κτίριο 1) ταυτίστηκε με το Ασκληπιείο, το οποίο και αναζητείτο.
Συγκεκριμένα, η λατρευτική χρήση του Κτιρίου 1 (που έχει διαστάσεις 17,40 Χ 11,50 μ.) τεκμηριώνεται τόσο από την παρουσία βωμού στα ανατολικά, όσο και από τα κινητά ευρήματα. «Μεταξύ άλλων πρόκειται για θραύσματα πήλινων ειδωλίων και μια μικρή μαρμάρινη κεφαλή Ασκληπιού, που βρέθηκε εντός του βόρειου προστώου. Η έρευνα του εσωτερικού της παρακείμενης δεξαμενής, έως βάθ. 7.50 μ., έφερε στο φως αρκετά θραυσμένα μικρά μαρμάρινα γλυπτά παιδικών μορφών ελληνιστικών-ρωμαϊκών χρόνων, καθώς και έναν ενεπίγραφο κιονίσκο ρωμαϊκών χρόνων (1ος – 2ος αι. π.Χ.), αφιέρωμα από κάποια Καλλιστώ προς τον Ασκληπιό. Η λατρεία του Ασκληπιού στην Κύθνο ήταν γνωστή ήδη από ένα αναθηματικό ανάγλυφο του β’ μισού του 4ου αι. π.Χ. με προέλευση το νησί που φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και το οποίο απεικονίζει την υποδοχή του Ασκληπιού από τοπικό ήρωα», αναφέρει, μεταξύ άλλων, η ανακοίνωση.
Το Κτίριο 1 πρέπει να οικοδομήθηκε στους όψιμους κλασικούς χρόνους (4ος αι. π.Χ.), αλλά η κύρια φάση χρήσης του τοποθετείται στην ελληνιστική περίοδο. «Η παρουσία αρκετών ρωμαϊκών λύχνων στα ανώτερα στρώματα φανερώνει τη συνέχιση της λειτουργίας του οικοδομήματος και κατά τους χρόνους αυτούς. Μία ενεπίγραφη βάση τιμητικής στήλης του Δήμου Κυθνίων του β’ μισού του 2ου αι. π.Χ. ή των αρχών 1ου αι., βρέθηκε τοποθετημένη σε β’ χρήση στο ύστερο νότιο προστώο», προστίθεται στην ανακοίνωση. Αντίθετα, η χρήση του Κτιρίου 2 (διαστάσεων 20,20 Χ 8 μ.), παρά τα ποικίλα και ενδιαφέροντα ευρήματα, δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί. Όπως ενημερώνουν οι αρχαιολόγοι, στο εσωτερικό του κτιρίου, όπου η έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί, «συλλέχθηκε κεραμεική κυρίως των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, εμπορικοί αμφορείς (αρκετοί με ενσφράγιστες λαβές), μολύβδινα αντικείμενα, πήλινα γυναικεία ειδώλια, χάλκινες βελόνες και ήλοι κ.ά.».
Τα ιερά ιδρύθηκαν στο φρύδι της κορυφογραμμής, όπου η σύνδεση με το λιμάνι γινόταν με μία λαξευμένη στον βράχο σκάλα. Μάλιστα, φαίνεται ότι η ορατότητα αυτών των κτιρίων από τη θάλασσα ήταν ένα βασικό κριτήριο του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού των ιερών. Πολύ κοντά τους είχαν εντοπιστεί παλαιότερα μία ελληνιστική επιγραφή («Σαμοθρακίων Θεών») και θραύσμα μαρμάρινου αγάλματος, που αποδόθηκε στον Μεσσήνιο γλύπτη Δαμοφώντα, ενώ η αρχαιότερη ανθρώπινη παρουσία εδώ, με βάση την κεραμική, τοποθετείται στους γεωμετρικούς-πρώιμους αρχαϊκούς χρόνους. «Η σύνδεση της επιγραφής των “Σαμοθρακίων Θεών” με το νοτιότερο διαμέρισμα του Κτίριου 1 παραμένει μία απλή υπόθεση, ενώ η σύνδεση της λατρείας της Αφροδίτης με το Κτίριο 2 δεν φαίνεται πλέον πειστική. Η συνέχιση της ανασκαφής ελπίζουμε ότι θα αποσαφηνίσει τα ζητήματα αυτά», καταλήγει η ανακοίνωση των αρχαιολόγων, οι οποίοι αναμένουν και άλλες απαντήσεις με την ολοκλήρωση της έρευνας.
Οι ανασκαφές στην αρχαία πόλη της Κύθνου πραγματοποιήθηκαν το καλοκαίρι από το τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με τη συνεργασία της Εφορείας Κυκλάδων. Ομάδα σπηλαιολόγων της ΣΠΕΛΕΟ εργάστηκε εθελοντικά στην έρευνα της δεξαμενής. Οι έρευνες στηρίχθηκαν οικονομικά από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, τη ΓΓ Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, τον δήμο Κύθνου και κυρίως από τον χορηγό, Αθανάσιο Μαρτίνο. Από πλευράς Εφορείας Αρχαιοτήτων υπεύθυνη ήταν η αρχαιολόγος Θεοδώρα Παπαγγελοπούλου.