Με τρεις νέες κυκλοφορίες συνεχίζουν οι εκδόσεις Μικρή Άρκτος να εορτάζουν τα 20 χρόνια δραστηριότητας στο χώρο του βιβλίου. Πρόκειται για τα «Εις τον Θάνατον | Εις τον Ιερόν Λόχον» του Ανδρέα Κάλβου, «Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα» του Πάνου Τσίρου και «Η γλώσσα της Φυγής» του Χρίστου Γ.παπαδόπουλου.
Στην νέα συλλεκτική έκδοση που αφορά στο έργου του Ανδρέα Κάλβου, περιέχονται δύο εμβληματικά ποιήματα του μεγάλου δημιουργού, το ποίημα «Εις θάνατον» και το ποίημα «Εις τον Ιερόν Λόχον».
Παρουσιάζονται για πρώτη φορά ανεξάρτητα από το ποιητικό σώμα στο οποίο ανήκουν, αναδεικνύοντας με μεγάλη σαφήνεια τη σημασία τους όχι μόνο ως προς το έργο του Κάλβου αλλά και τα νεοελληνικά γράμματα γενικότερα.
Τα κείμενα συνοδεύονται από ένα επίμετρο κριτικό σχολιασμό τους από τον ίδιο τον ποιητή. Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι φιλοτεχνημένο με το έργο του Φρανσίσκο Γκόγια «Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα» ενώ η βιβλιοδεσία της έκδοσης, έγινε χειροποίητα με κηροκλωστή, με την παραδοσιακή ιαπωνική τεχνική.
Από την άλλη πλευρά, ο Πάνος Τσίρος δεν γνωρίζει για πρώτη φορά την εκδοτική χαρά. Το έργο του «Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα» είχε βγει στα ράφια των βιβλιοπωλείων το 2008 από τη Μικρή Άρκτο. Ωστόσο, οι ενθαρρυντικές κριτικές που εισέπραξαν δεν τον έσπρωξαν προς μια πιο εντατική παραγωγή.
Ο Τσίρος παρέμεινε ολιγόγραφος και παρουσίασε μια μόλις συλλογή νέων διηγημάτων πέντε χρόνια αργότερα, το «Δεν είναι έτσι;» από τις ίδιες εκδόσεις.
Οκτώ χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία, του το πρώτο του έργο, επιστρέφει σε έναν ανανεωμένο τόμο. Ικανοποιώντας έτσι την ανάγκη του κοινού να βρει πάλι τα κείμενα του συγγραφέα που είχαν εξαντληθεί όλο αυτό το διάστημα.
Το βιβλίο αποτελείται από οκτώ σύντομα διηγήματα με σκοτεινούς ήρωες, μοναχικούς που έχουν όμως και κάποια φανταστικά στοιχεία. Κάθε ιστορία μιλά για το θάνατο, τον έρωτα, την καταπίεση, τη μοναξιά, την τρυφερότητα, στοιχεία που παραμένουν μέχρι σήμερα ενδιαφέροντα.
Και που σίγουρα ο δημιουργός τους δεν θα άλλαζε αν μπορούσε τώρα παρά τις φαινομενικές ατέλειές τους.
«Κάθε φορά που δημοσιεύεται ένα διήγημά μου ή εκδίδεται ένα βιβλίο μου, ανακαλύπτω λάθη, αστοχίες, σημεία που θα άλλαζα εκ των υστέρων. Γι’ αυτό το λόγο είναι που τελικά αποφεύγω να διαβάζω τα κείμενά μου αφού έχουν δημοσιευθεί», παραδέχεται ο Τσίρος μιλώντας στα «Νέα».
Ωστόσο, σιγά σιγά γίνεται βάζει τα πράγματα στη θέση τους, υιοθετώντας μια πιο ήπια στάση. «Από την άλλη πλευρά πάλι σκέφτομαι ότι τα διηγήματά μου είναι αποτύπωση της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής που γράφτηκαν, της συγκεκριμένης περιόδου. Δεν αντιλαμβάνομαι την πορεία γραφής ως κάτι γραμμικό, μια γραμμή που τείνει προς τη βελτίωση.
Επομένως δεν θα άλλαζα σχεδόν τίποτα στα παλιά μου κείμενα. Άλλωστε, αν ο τωρινός εαυτός μου αποφάσιζε να “διορθώσει” τον προηγούμενο, δεν θα νομιμοποιούνταν και ο μελλοντικός να διορθώσει τον τωρινό;», τονίζει ο ίδιος.
Η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα και το Κάιρο είναι οι τρεις πόλεις σταθμοί στη ζωή του Χρίστου Γ. Παπαδόπουλου. Η πρώτη, η πόλη που γεννήθηκε κι έζησε δουλεύοντας από κλητήρας ως διαχειριστής αποθήκης χημικών και «η πόλις» που τον ακολουθεί.
Η δεύτερη, η πόλη που διορίστηκε ως δάσκαλος κι έζησε δέκα χρόνια. Και η τελευταία, η πόλη όπου ζει εδώ και μια δεκαετία σχεδόν και θεωρεί καρμικό του προορισμό, εργαζόμενος ως διευθυντής του Ελληνικού Πολιτιστικού Κέντρου Καΐρου.
Αυτές τις πόλεις βάζει λοιπόν και στο κάδρο του στο νέο του βιβλίο ««Η γλώσσα της Φυγής» μέσω των ποιημάτων του. Η πρώτη του αυτή ποιητική συλλογή, γράφτηκε στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις δύο φυγές του.
Ξεκίνησε να γράφεται το 1997 όταν έφυγε από τη Θεσσαλονίκη για Αθήνα και ολοκληρώθηκε δέκα χρόνια αργότερα, λίγο πριν φύγει για το Κάιρο.
Παρ’ όλα αυτά, τα 38 ποιήματα που περιέχονται στις σελίδες του βιβλίου, έμειναν φυλαγμένα για χρόνια στο συρτάρι του. Κι ας τιμήθηκαν με το πρώτο βραβείο στον Πανελλήνιο διαγωνισμό ποίησης «Κούρος Ευρωπού» το 2007, με πρόεδρο της επιτροπής βράβευσης την πανεπιστημιακό και ποιήτρια Ζωή Σαμαρά και εισηγητή τον πανεπιστημιακό Δημήτρη Κόκορη.
Τώρα λοιπόν, που συστήνονται στο κοινό, κουβαλάνε μαζί τους τόπους, ανθρώπους, σχέσεις και μια νοσταλγία για ό,τι έφυγε.
Πάντα με επίκεντρο τις τρεις αυτές πόλεις. Ποια στοιχεία τους άραγε έβαλε μέσα σε κάθε ποίημά του;
«Για να απαντήσω με κάθε ειλικρίνεια, νομίζω θα έπρεπε να ξαπλώσω ήσυχα στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή, μήπως και καταφέρω να μάθω κι εγώ, στο τέλος των συνεδριών, την αλήθεια στα 52 μου», παραδέχεται ο ποιητής μιλώντας στα «Νέα».
Παρ’ όλα αυτά, κάνει μια προσπάθεια και στοιχειοθετεί όλες εκείνες τις λεπτομέρειες της κάθε περιοχής που εμπότισαν το λόγο του.
«Θεσσαλονίκη, ο τόπος που γεννήθηκα. Οι φτωχογειτονιές της Τούμπας, το πατρικό μου, οι πρώτοι φίλοι, οι έρωτες. Το κολατσό που πήγαινα στα γιαπιά που δούλευε ο πατέρας μου, το τεφτέρι του μπακάλη, η υγρασία της παραλιακής βόλτας, οι δρόμοι που με τσάκιζαν, η θητεία στο 786 Τάγμα Μεταφορών και στην 33η Μονάδα Επιστράτευσης, το δημιουργικό άγχος, οι κρίσεις πανικού, το κεντρικό του Στρατηγάκη και η Μοσχολιός Χημικά Α.Ε όπου δούλευα, ο Χριστιανόπουλος, ο Ιωάννου, ο Αναγνωστάκης, ο Νίκος Παπάζογλου, τα Φεστιβάλ Τραγουδιού και Κινηματογάφου, στην κόγχη της πόλης μου», αναφέρει για την μεγάλη συμπρωτεύουσα.
Προχωρώντας στην πρωτεύουσα, βρίσκει διαφορετικές επιρροές. «Αθήνα στα 33, καθυστερημένη ανάγνωση της Δημουλά και του Λειβαδίτη.
Η εγχώρια ξενιτιά, η δουλειά ως δάσκαλος, το σπίτι με δάνειο, οι καινούριοι φίλοι, οι φουσκωμένες πιστωτικές κάρτες, τα παραφουσκωμένα Εγώ, το σύστημα της δισκογραφίας, αλλά και ο Σείριος του Χατζιδάκι, η Μικρή Άρκτος, μια δεκαετία με το βλέμμα του επαρχιώτη τουρίστα, η εμπέδωση της γλώσσας της φυγής», σημειώνει.
Το δημιουργικό ταξίδι του όμως ολοκληρώνεται στην Αίγυπτο. «Κάιρο στα 43, ο καρμικός μου προορισμός, επιστροφή στο γενέθλιο τόπο της ψυχής μου, ο παντοντινός Καβάφης, ο Τσίρκας, το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο, η Αλεξάνδρεια που έχασα, η Ούμ Ελ Ντούνια (Μητέρα του κόσμου όπως αποκαλείται η πόλη) που με κέρδισε κι αντικατέστησε στο οιδιπόδειό μου την φυσική μου μητέρα. Τα ταξίδια της Αιγύπτου, η όαση της Σίβας, ο αυτοεπιβεβαιούμενος χρησμός, η διδασκαλία των Ελληνικών ως ξένης γλώσσας, τα αραβικά, το διευθυντιλίκι στο Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο Καΐρου, η έρημος μέσα μου».