Πολύς καιρός πέρασε από τότε που ο πολυμήχανος Οδυσσέας στο σπίτι του επέστρεψε και φόνευσε τους γλεντοκόπους μνηστήρες, που το βιος του κατασπατάλησαν σαν έλειπε στα ξένα, τον Αντίνοο, τον γιο του Ευπείθη, που έβαλε στον νου του τον Τηλέμαχο να σκοτώσει και του έστησε καρτέρι θανάτου μαζί με άλλους από τους μνηστήρες στο πετρόνησο, την Αστερίδα, μα τον γλίτωσε την ύστατη στιγμή η Αθηνά Παλλάδα, και τον Ευρύμαχο που λίγο έλειψε να νυμφευθεί τη φρόνιμη Πηνελόπη, αφού έπεισε με πλήθος δώρα και χιλιάδες γαμοπροίκια τον Λακεδαιμόνιο Ικάριο και τους γιους του να δώσουν το χέρι της, και τον Αμφίνομο, τον γιο του Νίσου, από το μυτερό μαχαίρι του οποίου έσωσε ο Τηλέμαχος τον πατέρα του σκοτώνοντάς τον με χάλκινο κοντάρι, και τον Αγέλαο, τον γιο του Δαμάστορα, που ήταν από τους πρώτους στην παλικαριά κι εμψύχωνε στη μάχη εναντίον του Οδυσσέα τους άλλους μνηστήρες, κι άλλους ξακουστούς άνδρες. Μα ακόμη μεγάλο βάσανο φωλιάζει στην καρδιά του κι ησυχία δε βρήκε ο δύστυχος μήτε στο σπιτικό του, μολονότι κι ο γιος κι η γυναίκα του τού έμειναν πιστοί κι όλα τα χρόνια του πολέμου και της περιπλάνησής του ανέμεναν τον νόστο του κρατώντας την ελπίδα ζωντανή.
Ο Τηλέμαχος, τα πάθη του για να ξεχάσει, με τον πιστό του χοιροβοσκό τον Εύμαιο και τον ψυχογιό αυτού, τον Μεσαύλη, πηγαίνει στον πανάγιο τόπο των Ξωθιών. Περνούν του Φόρκυνος το λιμάνι κουβαλώντας πεντάχρονα παχιά γουρούνια κι από τη στενόφυλλη ελιά στο βάθος αντικρίζουν την αφροχώματη σπηλιά των Ξωτικών. Βωμό στήνουν στη βαθιά θολωτή σπηλιά, που είναι στολισμένη με αμάραντα μαβιά, μαζί οι άνδρες κι αρχοντικές θυσίες κάνουν στις Νεράιδες. Έπειτα ο Τηλέμαχος απομακρύνεται από την παρέα και παράμερα κάθεται μονάχος του βυθισμένος στους συλλογισμούς του. Ο Μεσαύλης, το κέφι για να του φτιάξει, συναισθανόμενος το βαθύτατο άλγος του Τηλεμάχου μπαίνει στον βάλτο, που συγκεντρώνει τα νερά της μαρμαρένιας βρύσης του Νηρίτου, και βγάζει κοφτερό σουγιά το θαμπωτό, πάλλευκο νούφαρο για να κόψει, να κάμει δώρο στον άρχοντα και με ομορφιά τον πόνο του να απαλύνει.
“Στάσου Μεσαύλη υπάκουε και το άνθος μην κόβεις”, του φωνάζει ο γνωστικός Τηλέμαχος που ανακάθεται σε ένα βράχο κάτω από τη σκιά μιας φουντωτής τζιτζιφιάς, σαν παίρνει είδηση το σχέδιο του ψυχογιού.
“Μα για εσένα αφέντη θα το έκοβα. Είναι το πιο ξεχωριστό σε ομορφιά και θα σου φτιάξει το κέφι”, δικαιολογήθηκε ο Μεσαύλης που βρισκόταν ως το γόνατο μες στα νερά του βάλτου.
“Επειδή είναι το πιο ωραίο νούφαρο από όλα, θα το αφήσουμε να στολίζει τα νερά και να το χαίρονται τα μάτια όλων των Θιακωτών”, του απαντά ο συνετός Τηλέμαχος.
“Άντε έβγα από το νερό κι έλα να με βοηθήσεις να μαζέψουμε”, φωνάζει τότε από το βάθος της σπηλιάς ο πιστός Εύμαιος.
Αμέσως ο παραγιός του υπάκουσε και γοργά προς τον γέρο Εύμαιο πηγαίνει, για να τον βοηθήσει, ενώ ο Τηλέμαχος ασάλευτος παρέμεινε βυθισμένος στις μαύρες του σκέψεις και με βλέμμα καρφωμένο στο λιοπερίχυτο άνθος.
Ξάφνου ανθρώπινη φωνή ακούστηκε που έμοιαζε με νεαρής κοπέλας κι είπε, “Σωστά μίλησες άρχοντα. Η ομορφιά του αχτιδοβόλου ανθού μου δεν μου χαρίσθηκε για τα μάτια μόνο αρχόντων, αλλά για όλων των ανθρώπων κι όλων των άλλων ζωντανών της φύσης, για να ευφραίνει”, είπε κι αμέσως ο Τηλέμαχος πετάχτηκε όρθιος από τον βράχο και με βροντερή φωνή είπε, “Αν είσαι θνητός φανερώσου και μην κρύβεσαι, αν όμως είσαι αθάνατος πες μου το όνομά σου για να τιμώ τη θεοφάνειά σου”.
“Φανερά σου μίλησα και στέκω εδώ μπροστά σου, ώρα πολύ ήδη με κοιτάς και το βλέμμα σου από επάνω μου δε λες να πάρεις”, είπε και συνέχισε, σαν ο Τηλέμαχος δεν αποκρίθηκε κι έμοιαζε συγχυσμένος, “Είμαι ο ανθός της ζωής, το φωτοστάλαχτο νούφαρο”.
“Συγχώρα με, δεν ήξερα την ύπαρξή σου, ειδάλλως θυσίες και στο δικό σου όνομα θα έκανα μες στο βωμό της σπηλιάς των Ξωθιών, που από μικρό ο πατέρας μου με έφερνε για να με μάθει να τιμώ τα θεία”, απήντησε ο ευσεβής Τηλέμαχος.
“Αφού κάνεις στους θεούς θυσίες, είτε κατά όνομα είτε σε όλους, τιμάς κι εμένα μαζί. Ο πατέρας σου γιατί δεν είναι εδώ σήμερα μαζί σου, αφού αυτός λες σε έμαθε να τιμάς τα θεία με θυσίες;”, τον ρώτησε το θνητολαλούν νούφαρο και πετάρισε τα περίλαμπρά του πέταλα λαμπιρίζοντας στις ακτίνες του ηλίου.
“Ο πατέρας μου είναι άρρωστος, διό παράκληση σου κάνω ασεβή να μην τον πεις. Είναι άρρωστος στην ψυχή κι όχι στο σώμα. Είναι ο πολύπαθος Οδυσσέας, που μετά από χρόνια αξιώθηκε τα χώματα της πατρίδας του να ξαναφιλήσει. Αναμετρήθηκε σε μάχες πολλές όχι μόνο στην Τροία και κατάφερε σώος σωματικά στο σπίτι του να επιστρέψει δίχως φανερές πληγές. Μα φαινομενικά κι ας είναι καλά, έχει βάρος στην καρδιά του. Φοβισμένος κρύβεται στην κάμαρή του και μήτε τη γυναίκα του, τη μάνα μου, την άψεγη Πηνελόπη, αφήνει μέσα να μπει, μόνο κάθεται μονάχος. Κανέναν δεν εμπιστεύεται πια, μήτε τους πιο δικούς του, τη γυναίκα του και τον γιο του, διότι φοβάται πως θα τον προδώσουν αυτοί, που τόσα χρόνια τον περίμεναν. Κι αν καμμιά φορά ξεκλέψω κρυφή ματιά από τη μισόκλειστη πόρτα του, τον βλέπω ιδρωμένο να παλεύει στο κρεβάτι του με εφιάλτες από τις μνήμες του πολέμου ή κλαμένο. Σκότωσε και τις παλλακίδες του αρχοντικού, γιατί κοιμήθηκαν με τους μνηστήρες της μητρός μου. Όλη την ημέρα νευρικός γυρνά και καβγάδες ξεκινά με τους υπηρέτες. Παραισθήσεις έχει πως δήθεν θα τον σκοτώσω κι άλλοτε δε με αναγνωρίζει και με περνά για τον γιο του Έκτορος, που έριξε από τα τείχη, τότε τρέχει προς το μέρος μου, πέφτει στα πόδια μου και μου ζητά συγχώρεση για τη ζωή που τάχα μου αφήρεσε, για τα παιδιά και τα βρέφη που πέταξε από τα τείχη, γιατί λέει, πως φοβόταν ότι κάποια μέρα θα τον εκδικούνταν, για τα ιερά που έκαψε, για τα σπίτια που γκρέμισε, για τους ιερείς και τους ικέτες που αποκεφάλισε και για τις παρθένες των θεών που βίασε. Λέει κι άλλα πολλά όταν παραληρεί και κλαίει γοερά κι ουρλιάζει ότι φοβάται. Άλλοτε πάλι τη μάνα μου χτυπά, γιατί τη νομίζει αίτια που πήγε, λέει, σε πόλεμο άδικο, πως θα μπορούσε να τον σώσει, να μην είχε πάει, ουδέτερος να δήλωνε, να εκλιπαρούσε τον πατέρα της, όμως δεν κούνησε δαχτυλάκι, γιατί τον είχε βαρεθεί κι άλλον άνδρα έβαλε με τον νου της να πάρει. Γι’ αυτό τώρα την κρύβω στο παλάτι σε μυστική κάμαρη μαζί με τις δούλες της, για να μην τη βλέπει και φρενιάζει. Θέλει κι εμένα να με στείλει στα ξένα, να φύγω μακριά του τώρα, που μόλις ανταμώσαμε κι ακόμη δεν χαρήκαμε ούτε χορτάσαμε ο ένας τον άλλον, γιατί λέει, δεν ξέρω πια αν είναι αλήθεια ή αποκύημα της φαντασίας του, ότι έλαβε χρησμό πως από το χέρι του γιου του θα βρει θάνατο. Όρκο σου κάνω ανθέ της ζωής, πως ποτέ δε θα έκανα κακό στον πατέρα μου, ακόμη κι αν εκείνος πρώτος σήκωνε χέρι σε εμένα, ντρέπομαι που το παραδέχομαι γιατί δεν πρέπει σε άνδρα, αλλά δε θα του αντιστεκόμουν μήτε τη ζωή αν μου αφαιρούσε, γιατί εκείνος μου τη χάρισε. Μόνο αν με σκοτώσει, για τη μάνα μου φοβάμαι τι θα της κάνει της έρμης, αν πέσει στα χέρια του”, είπε και σφούγγισε τα δάκρυά του, ενώ όσο μιλούσε ο ηλιοθώρητος ανθός της ζωής υπομονετικά τον άκουγε και δεν τον διέκοψε.
“Τηλέμαχε ορμήνια θα λάβεις τώρα από τον γιο του θεού που είναι πάνω από όλους κι όλοι υποκλίνονται σε αυτόν. Όπου σε στείλει ο πατέρας σου να πας και σύντομα να μη γυρίσεις. Θα ταξιδέψεις σε κόσμους μακρινούς κι εξωτικούς με ούριο άνεμο, θα δεις πώς ζουν οι άλλοι άνθρωποι, θα μάθεις τον πολιτισμό τους και θα τους σεβαστείς, γιατί η μόνη αλήθεια είναι πως απέναντι σε εμένα άρχοντες, δούλοι, βάρβαροι, ξένοι, Θιακώτες, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ζωντανά όλου του ζωικού και φυτικού βασιλείου, ευσεβείς σε διάφορους θεούς κι άθεοι, είστε όλοι ίσοι κι έχετε το ίδιο δικαίωμα στη ζωή και στον θάνατο· τα άλλα είναι στρεβλώσεις. Αφού μάθεις πολλά, θα επιστρέψεις στη θαλασσοφίλητη Ιθάκη κι όσα ταιριαστά είναι στην κοινωνία και πρόσφορα, αφού βασιλεύσεις, θα τα εφαρμόσεις. Πήγαινε τώρα κι ετοίμασε τα πράγματά σου και για τη ροδόθωρη Πηνελόπη, τη μάνα σου, μην ανησυχείς, γιατί έχει ακόμη πολλά χρόνια να ζήσει”.
Αυτά είπε και χάθηκε ο πάλλευκος ανθός της ζωής κι ο Τηλέμαχος υπάκουσε και τράβηξε για το αρχοντικό μαζί με τους άλλους δύο συντρόφους του που τόση ώρα ήταν στη σπηλιά και παστρικά καθάριζαν τον πανάγιο τόπο των Ξωθιών.
Τις επόμενες ημέρες συγκέντρωσε τα καλύτερα παλικάρια και φιλοσόφους κι ιερείς και ποιητές πολυστοχασμένους για πλήρωμα και πήγε να αποχαιρετίσει τη μάνα του, που έκλαιγε γοερά και κρατούσε στον κόρφο της ένα νούφαρο που ευωδίαζε ευχάριστα τον αέρα, για να του δώσει σαν αποχαιρετιστήριο δώρο μαζί με την ευχή της, ενώ στο βάθος από το παράθυρο της κάμαρής του που είχε θέα προς το λιμάνι ακουγόντουσαν τα ουρλιαχτά του παράφρονα Οδυσσέα ανακατεμένα με θορύβους από αντικείμενα που σπάνε.
Η οξύτητα της στιγμής, προκεκλημένη από την υψηλή ένταση της φασαρίας και την ισχυρή ευωδία, ξύπνησε τον Τηλέμαχο από ύπνο βαθύ. Ο γνωστικός δεν άργησε να καταλάβει πως επρόκειτο για όνειρο κι αμέσως συνέλαβε την ερμηνεία της ιεροφάνειάς του. Ο Φάντασος, ο γιος του Ύπνου, τον είχε επισκεφθεί παίρνοντας τη μορφή νούφαρου που είχε ανθρώπινη φωνή, με σκοπό να τον συμβουλεύσει και να τον προειδοποιήσει πως αρχός του θανάτου είναι ο Χάρος κι όχι ο άνθρωπος που είναι αρχός και άγγελος μαζί της ζωής. Έτσι ο σπιθόβολος Τηλέμαχος για να σώσει τη ζωή, την Ιθάκη και τον πατέρα του, τον πολύπαθο Οδυσσέα, κίνησε να ετοιμάσει το πλοίο που θα τον πήγαινε στα πέρατα του κόσμου, για να λάβει τη γνώση της ζωής, να εγγίξει με σεβασμό τον πολιτισμό και τη θρησκεία άλλων λαών και κόσμων, να δομήσει φιλίες κι ίσως εμπόρια και συμμαχίες, να μάθει νέα πράγματα και γευθεί νέες γεύσεις και, όταν το ταξίδι τελειώσει, να επιστρέψει σοφός πια στην Ιθάκη και να εφαρμόσει όσα θα είναι πρόσφορα και θα συνάδουν στην κοινωνία, για να κερδίσει η Ιθάκη κι οι κάτοικοί της τον ευτυχή βίο μέχρι το επόμενο ταξίδι.
Της Αθηνάς Λαζαρίδου
Το μικρό διήγημα υπό τον τίτλο Ανθός της Ζωής διεκρίθη με το Β’ Βραβείο στον Α’ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ιθάκης 2016 του ομίλου UNESCO με θέμα τη ζωή του Οδυσσέα κατόπιν της Οδύσσειάς του και του νόστο του στην πατρίδα του.
Λίγα Λόγια για τη Συγγραφέα
Η Αθηνά Χ. Λαζαρίδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα. Έχει ζήσει και εργαστεί στην Κύπρο. Είναι Φιλόλογος απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων με ειδίκευση στην Παιδοψυχολογία και τις Μαθησιακές Δυσκολίες. Διαθέτει άριστη γνώση Αγγλικής και Γαλλικής γλώσσας. Υπήρξε Επιστημονικός Συνεργάτης του ΕΠΙΨΥ (Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής) στην Παγκόσμια Έρευνα ESPAD 2007, Έρευνα στον Σχολικό Πληθυσμό για τη Χρήση Αλκοόλ και άλλων ουσιών. Έχει εξειδικευθεί στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση κι ειδικότερα στη Διδασκαλία της Ελληνικής ως δεύτερης ή ξένης γλώσσας. Η Αθηνά Χ. Λαζαρίδου έχει δημοσιεύσει ποιήματα, μικρά διηγήματα και δοκίμια στον Τύπο, σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά όπως Φρέαρ και Στάχτες, σε ειδησεογραφικά μέσα όπως Pontos News και OnlyCy. Έχει λάβει το Β’ βραβείο στον διαγωνισμό μικρού διηγήματος της UNESCO (2016) και τιμητική διάκριση για το πρώτο της ανέκδοτο μυθιστόρημα σε πανελλήνιο διαγωνισμό (2014-2015).