…Ήδη από την αρχή το ταξίδι ήταν μονότονο κι η ανυπομονησία του εκ των υστέρων φαινόταν υπερβολική. Οι μικροί ενθουσιασμοί ενός επαρχιώτη που κουρντίζει τον εαυτό του. Που ετοιμάζεται για το θαύμα ενώ μέσα του πλήττει…
Τι μένει από τη νύχτα, όταν ο Αλεξανδρινός ποιητής, Καβάφης, νεαρός ακόμη παλεύει με τη λέξη. Η λέξη που γίνεται εμμονή, το ποίημα που αμφισβητείται, η ζωή που γεννά τον πόθο και εκείνος με τη σειρά του προκαλεί, αμέτρητες φαντασιώσεις.
Τι μένει από τη νύχτα, όταν η πόλη του Παρισιού τον αγκαλιάζει την εποχή της ακμής της ενώ μια άλλη, αυτή της Αλεξάνδρειάς του, τον τραβά πίσω υπενθυμίζοντάς του μόνιμα την οικογενειακή καταστροφή;
Τι μένει από τη νύχτα, όταν ο συγκρατημένος άνθρωπος με εμμονή στη λέξη και διάθεση ρήξης με το λυρικό αναζητώντας μέσα από την αληθινή, αυθεντική ζωή να προσεγγίσει την ποίηση.
«‘Η πόλις θα σ’ ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Και σταις γειτονιές ταις ίδιαις θα γυρνάς»
σελ. 35
Η Έρση Σωτηροπούλου, με λιτό, προκλητικό τρόπο, απογυμνωμένο από άσκοπα επίθετα και με κοφτές ενεργειακές προτάσεις, καταθέτει ένα από τα πιο σπουδαία μυθιστορήματα με βάση του την ποιητική σύλληψη.
Ο μυθιστορηματικός, νεαρός ποιητής, Κωνσταντίνος, στα χέρια της ωριμάζει και γίνεται ο Καβάφης που ζει την εποχή του 1897 στην πόλη του Παρισιού. Ο ποιητής, με τη νεαρή φωνή κινείται και ζει μέσα στα καφέ, ανάμεσα σε παρακμιακά στέκια και χώρους που σύχναζαν μεγάλοι ποιητές. Παράλληλα με τις εμμονές του ξεπηδούν και τα πάθη που ξεχειλίζουν, αλλά δεν αποκαλύπτονται σε τρίτους.
Η Έρση Σωτηροπούλου, αναμετρήθηκε με έναν υπαρκτό ήρωα παραδίνοντάς τον με επιτυχία στους αναγνώστες της, δίχως στιγμή να φοβηθεί ή να συγκαλύψει ότι τον έπνιγε ή το απωθούσε.
Το βιβλίο της δε μένει στη μια ανάγνωση, αντίθετα καλεί τον αναγνώστη να επιστρέψει για μια δεύτερη και τρίτη διεισδυτική ματιά, για να βρει τι ήταν αυτή η πόλη ή καλύτερα ποια πόλη, ποια λέξη, ποια πληγή, ποιο πάθος που τον κάνει ξεχωριστό, σπουδαίο.
…Ο αγκώνας του νεαρού τραβήχτηκε. Κι αμέσως η μπούκλα χόρεψε από ψηλά σαν να έπαιζε μαζί του. Το χέρι του άνοιξε κι έκλεισε. Για λίγο χάιδεψε με τον αντίχειρα τις ρώγες των δαχτύλων του. Η κίνηση σταμάτησε, τα δάχτυλα έμειναν συσπασμένα. Τέλος. Έπρεπε να ηρεμήσει. Το στόμα του ήταν στεγνό, τα χείλη του κολλούσαν. Φτάνει, είπε μέσα του. Κι η ίδια θεσπέσια μυρωδιά ήλθε πάλι προς το μέρος του να τον τραβήξει και εισέπνευσε βαθιά με τα μάτια μισόκλειστα θέλοντας να τα κρατήσει όλα και να γευτεί με το στόμα του που τώρα ένιωθε υγρό, βουρκωμένο από σάλια, να τα κλείσει μέσα του και να τα εισπνεύσει ξανά και ξανά, να τα ρουφήξει όλα, το γάλα, το φρέσκο σιτάρι, τα δροσερά κοτσάνια που μόλις είχε κόψει…
σελ. 134-135
Τι μένει από τη νύχτα; Σίγουρα το ό,τι πρόκειται για μια ξεχωριστή, δύσκολη, ανατρεπτική, ποιητική υψηλή συγγραφική κατάθεση από την Έρση Σωτηροπούλου.