Νομίζεις ότι ο Καβάφης δεν ξέρει τι γίνεται στην Αμφίπολη; Νομίζεις πως δεν έμαθε τα νέα; Δεν χρειάζεται να μπει στα δίκτυα και να μπλεχτεί «μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες»; To μάτι του ποιητή γυρνάει μέσα στον χρόνο κι έχει ήδη προβλέψει τον κύκλο της «συνάφειας των πολλών».
Την καβαφική ποίηση την κινούν δυο βασικά μοτίβα. Η απογοητευτική είδηση και η ήττα. Και γύρω απ’ αυτά, γυρίζουν η ματαιότητα, το ανανταπόδοτο, η πτώση, η αδυναμία του ανθρώπου να σταθεί στο ύψος της «υπεροψίας» του. Πρώτα η προσπάθεια και πάντα η απροσδόκητη ήττα. Ένα αρχαίο, ελληνιστικό κλέος φωτίζει τα «μεγαλεία» των ηρώων του που άλλα περιμένουν κι άλλα τους φέρνει η δραματική κίνηση της αφήγησης. Μπορεί να είναι ο Αχιλλέας που φοβερίζει τους Τρώες απ’ τα τείχη, μπορεί να είναι οι Μήδοι, που «επί τέλους θα διαβούνε», μπορεί ακόμα να είναι οι ρωμαϊκές λεγεώνες που τρομοκρατούν τον ποιητή Φερνάζη και του ματαιώνουν τα σχέδια. Μπορεί να είσαι κι εσύ που «ενώ είσαι καμωμένος για τα ωραία και μεγάλα έργα η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται·»…
Η Αμφίπολη είναι καβαφικό ποίημα. Κι ας μην το έγραψε ακόμα! Τη βρίσκεις μέσα στους παλιούς του στίχους, μέσα στα μάτια των ηρώων του, στην απογοήτευση του Φερνάζη που θέλει να γίνει χρήσιμος στις εξουσίες, στους «απαίσιους» Αλεξανδρινούς που αναμένουν δόξες και μεγαλεία αλλά και στα «τείχη» που χτίζουν γύρω σου και δεν τα καταλαβαίνεις.
Άδειος τάφος, λοιπόν, στην Αμφίπολη; Κάποιες προσπάθειες γίνονται ακόμα, μάταιες όμως. Μήπως εξουσίες δοξαστούν και διψασμένοι οπαδοί πανηγυρίσουν. Μήπως κι οι φλύαροι συνεχίσουν να φλυαρούν… Μιας και άδεια η ζωή τους όπως είναι, πάντα ζητάει το «ένδοξον» μέσα σε τάφους και νεκρούς.
«Μαζεύθηκαν οι Aλεξανδρινοί
να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,
τον Καισαρίωνα, και τα μικρά του αδέρφια,
Aλέξανδρο και Πτολεμαίο,
…………………………………..
κ’ ενθουσιάζονταν, κ’ επευφημούσαν
ελληνικά, κ’ αιγυπτιακά, και ποιοι εβραίικα,
γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα—
μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές η βασιλείες.
(Αλεξανδρινοί Βασιλείς)
«Πλησιέστατα, δεξιά που μπαίνεις, στην βιβλιοθήκη
της Βηρυτού θάψαμε τον σοφό Λυσία,
γραμματικόν. Ο χώρος κάλλιστα προσήκει.
Τον θέσαμε κοντά σ’ αυτά του που θυμάται
ίσως κ’ εκεί — σχόλια, κείμενα, τεχνολογία,
γραφές, εις τεύχη ελληνισμών πολλή ερμηνεία.
Κ’ επίσης έτσι από μας θα βλέπεται και θα τιμάται
ο τάφος του, όταν που περνούμε στα βιβλία
(Λυσίου Γραμματικού Τάφος)
«Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς Αμφίπολη».
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.»
(Περιμένοντας τους βαρβάρους)
(Πηγή: Ανδρέας Ζαμπούκας, www.protagon.gr)