Οι ρίζες της Ελληνικής Φιλαρμονικής Σχολής Αλεξανδρείας πηγαίνουν πίσω στο έτος 1893, όταν μια παρέα νέων με αγάπη στη μουσική συγκρότησαν μια άριστα οργανωμένη χορωδία, με μαέστρο τον Ναπολέοντα Λαμπελέτ. Η χορωδία αυτή ήταν ο προπομπός της «Ελληνικής Φιλαρμονικής Εταιρίας» που δημιουργήθηκε στην Αλεξάνδρεια με πρόεδρο τον Κωστάντη Συναδινό και μέλη τους: Π. Αρκουδάρη, Ν. Γούσιο, Σωτ. Λιάτση, Ιάκ. Λάζαρη, Γ. Ρούσο και Γ. Τσοκόπουλο. Επίτιμος Πρόεδρος αναγορεύτηκε ο Εθνικός Ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ. Για τη συνοδεία της Xορωδίας, δημιουργήθηκε και ένα Μουσικό Σώμα (Μπάντα).
Η «Ελληνική Φιλαρμονική Εταιρία» εγκαταστάθηκε στην οδό Tοusoun Pasha και Διευθυντής διορίστηκε ο Κερκυραίος Ναπολέων Λαμπελέτ. Βοηθοί του Λαμπελέτ, ανέλαβαν ο Δ. Μενίδης και ο Γ. Σεβαστιάνος.
Το 1895, μετά την αναχώρηση του Λαμπελέτ για το Λονδίνο, το τμήμα της χορωδίας διαλύθηκε, χωρίς να επανασυσταθεί ποτέ και η Φιλαρμονική συνέχισε μόνο με το Μουσικό Σώμα. Τη διεύθυνση ανέλαβε ο Β. Κουόμος, με βοηθό τον Δ. Μενίδη. Το Μουσικό Σώμα παιάνιζε στις κορυφαίες εκδηλώσεις της παροικίας, ενώ συχνά την προσκαλούσαν να παίξει σε κοσμικές εκδηλώσεις στο καζίνο «Σαν Στέφανο» και αλλού. Επί των ημερών του Β. Κουόμο, η Φιλαρμονική μεταφέρθηκε στην οδό Galis Bey, στην αρχοντική αίθουσα της οποίας, δόθηκαν ανεπανάληπτες συναυλίες που τις παρακολουθούσε με μεγάλο ενδιαφέρον η αφρόκρεμα της Αλεξανδρινής υψηλής κοινωνίας. Τις συναυλίες αυτές, πολλές φορές παρακολουθούσε και ο χεδίβης Abbas Hilmi II με την ακολουθία του.
Η εθνική τραγωδία του 1897, σταμάτησε κάθε παροικιακή καλλιτεχνική κίνηση και τελικά προκάλεσε και τη διάλυσή της Φιλαρμονικής, μέχρι το 1902, που ξαναρχίζει τη δραστηριότητά της με Πρόεδρο αυτή τη φορά τον Μικέ Συναδινό. Τη διεύθυνση ανέλαβε ο Ντε Μάρτζι, ενώ τη διδασκαλία οι Φουνάρο, Ταλάντι, Ονέστι και Λάλιας.
Το 1905, τον Ντε Μάρτζι διαδέχτηκε ο Ι. Μποργκέζι και η έδρα της Φιλαρμονικής μεταφέρεται στην οδό Nabi Daniel. Την ίδια εποχή μεταξύ των μουσικοδιδασκάλων της Φιλαρμονικής συμπεριλαμβάνονταν ο Νικόλαος Θειάφης και ο Παναγιώτης Μπαβέας, οι οποίοι υπήρξαν για πολλά χρόνια και αρχιμουσικοί της. Μεταξύ των μαθητών της Φιλαρμονικής ήταν ο Κρίνο ντε Κάστρο και ο Άλεκ Σκούφης, οι οποίοι εξελίχθηκαν σε σημαντικές καλλιτεχνικές προσωπικότητες διεθνούς εμβέλειας.
Από τους κόλπους της Ελληνικής Φιλαρμονικής Αλεξανδρείας «γεννήθηκαν» μεγάλες μορφές που έλαμψαν στο διεθνές μουσικό στερέωμα, όπως ο Οδυσσέας Λάππας, ο Μπάμπης Μαυρομάτης, ο Ανδρέας Αναγνωστόπουλος κ.ά.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος διέκοψε για μία ακόμα φορά τις εργασίες της Φιλαρμονικής. Ο Μικές Συναδινός έκανε ότι μπορούσε για να αποτρέψει το μοιραίο, δαπανώντας περίπου 5.000 λίρες για να κρατήσει τη Φιλαρμονική σε λειτουργία, αλλά την Πρωτοχρονιά του 1915, ανήγγειλε στα μέλη του Σωματείου τη διάλυσή της. Τα όργανα, οι στολές και όλος ο εξοπλισμός της Φιλαρμονικής μεταφέρθηκαν για φύλαξη στην «Ελληνική Λέσχη».
Δύο χρόνια ακριβώς μετά η Φιλαρμονική επανιδρύεται και στεγάζεται στην «Ελληνική Λέσχη». Πρόεδρος αυτή τη φορά ανέλαβε ο Β. Σαράντης. Την ίδια χρονιά με απόφαση Γενικής Συνελεύσεως η «Ελληνική Φιλαρμονική Αλεξανδρείας» μετονομάστηκε σε «Ελληνική Φιλαρμονική Σχολή Αλεξανδρείας – (Ε.Φ.Σ.Α.)».
Την περίοδο του μεσοπολέμου η Φιλαρμονική είναι παρούσα σε κάθε εθνική, θρησκευτική, μαθητική και κοσμική εκδήλωση της παροικίας. Η παρουσία της ήταν πάντα εντυπωσιακή, αφού στην πλήρη ακμή της είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει ένα σύνολο 50/60 μουσικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η παρουσία της στην περιφορά του Επιτάφιου του Αγίου Σάββα που γινόταν με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια στους γύρω δρόμους.
Με την ηθική συμπαράσταση της παροικίας, τη διπλωματική στήριξη του Γενικού Προξενείου, όπως και με τη γενναία χορηγία του Παναγιώτη Σούλου, η «Ελληνική Φιλαρμονική Σχολή Αλεξανδρείας» κατάφερε να επιζήσει μέχρι τα 1980. Στα τελευταία χρόνια της ύπαρξής της, μαέστροι διετέλεσαν οι: Γεράσιμος Σκόρτζης, Μιχάλης Καζάκος, Μιχάλης Γεροντάκης και ο Χρήστος Νεαμονίτης. Τελευταία πρόεδρος του Σωματείου υπήρξε η Καλλιόπη (Πόπη) Σούλου.
(Πηγές: Γιαλουράκης, Μ. Η Αίγυπτος των Ελλήνων, 1967 και Χατζηφώτης, Γ. Αλεξάνδρεια, 1999)