Πριν από μερικές μέρες βρέθηκα στο σπίτι ενός Αλεξανδρινού, γνωστού σε όλους με την ιδιότητα του τυπογράφου. Ονομάζεται Παναγιώτης Βελετζάς και διατηρούσε μαζί με τ’ αδέλφια του το ομώνυμο τυπογραφείο στην Αλεξάνδρεια. Πηγαίνοντας στην Αγγλία έμαθε την μοντέρνα φωτολιθογραφία και έφερε μαζί του μια τελευταίου τύπου τυπογραφική μηχανή με την οποία έκανε θαυμάσια πράγματα, όπως μας λέει ο ίδιος. Όμως το 1989 αποφάσισε να πουλήσει την επιχείρηση και να μετακομίσει μόνιμα στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του. Τον συνάντησα στο σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο. Στο τραπέζι βρισκόταν ένα μικροσκοπικό μοντέλο πολεμικού αεροπλάνου τύπου «Spitfire» που του χάρισε ο γιος του και ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ήταν σαφές ότι σήμερα, παραμονές της 28ης Οκτωβρίου, θα μου μιλούσε για κάτι εντελώς διαφορετικό. Θα μου εξιστορούσε τις περιπέτειές του ως πιλότου της πολεμικής αεροπορίας κατά την διάρκεια του πολέμου. Τον αφήνουμε να μας τις διηγηθεί:
«Από μικρό παιδί μου άρεσε να πετάω. Έκανα χάρτινα αεροπλανάκια και τα πετούσα μέσα στην τάξη. Έτσι όταν ήρθαν να με επιστρατεύσουν εγώ τους ζήτησα αμέσως να πάω στην αεροπορία. Ήταν βλέπεις η μοναδική μου ευκαιρία να πετάξω. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος και συγκροτήθηκε ο στρατός της Μέσης Ανατολής στον οποίο υπηρέτησαν πολλοί Αιγυπτιώτες εγώ ήμουν μόνο δεκαεννέα χρονών. Μαζί λοιπόν με τον ξάδελφό μου τον Σπύρο Αλμπάνη καταταγήκαμε στην αεροπορία, αλλά από τα 150 άτομα που επιστρατεύτηκαν μόνο οι είκοσι γίναμε πιλότοι. Εκπαιδευτήκαμε στη Νότιο Ροδεσία και ταξιδέψαμε με ένα υδροπλάνο του καιρού εκείνου κάνοντας τέσσερις πτήσεις για να φτάσουμε στη Νότιο Αφρική. Εκεί έμαθα πώς πετάνε και μετά από έξι με οκτώ μήνες εκπαίδευσης με θεώρησαν πλέον ικανό να γίνω πιλότος μονοκινητήριου. Οδηγούσα αεροπλάνο διώξεως τύπου «Spitfire» σαν αυτό εδώ το μοντέλο, που ήταν ένα μικρό και ευέλικτο αεροπλάνο. Ώρες πτήσεις έχω γράψει και με ένα άλλο καταδιωκτικό τύπου «Hurricane» αλλά πολύ λιγότερες σε αριθμό. Στο αεροπλάνο ήμουν ολομόναχος και έχω καταγράψει συνολικά 514 ώρες πολέμου που δεν είναι πολλές σε σχέση με άλλους που έχουν 1000.
Τελειώνω λοιπόν τη σχολή της Ροδεσίας και μας στέλνουν πρώτα στην έρημο και μετά στην Ελλάδα όπου λάβαμε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις. Στο Ελ Αλαμέιν η δική μου μοίρα δεν συμμετείχε γιατί χρησιμοποίησαν βομβαρδιστικά αεροπλάνα που έριχναν βόμβες.
Στο στρατό υπηρέτησα συνολικά τρεισήμιση χρόνια και εκεί έμαθα ότι ο πόλεμος είναι τρομερό πράγμα. Θυμάμαι ένα περιστατικό που μου είχε συμβεί και με είχε τρομοκρατήσει. Όταν ήρθα στην Ελλάδα με έστειλαν στη Μήλο σε μυστική αποστολή. Μας έδωσαν λοιπόν διαταγή να ελέγξουμε αν υπήρχαν ακόμα γερμανικά υποβρύχια κρυμμένα στους δύο μεγάλους κόλπους του νησιού. Την ώρα όμως που εγώ κι ένας φίλος μου πετούσαμε πάνω από το νησί και φωτογραφίζαμε, οι αντίπαλοι άρχισαν να μας βομβαρδίζουν. Εκείνη τη στιγμή κυριολεκτικά «έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου» και άκουσα τον φίλο μου να φωνάζει μέσω ασυρμάτου: «Ρε Τάκη βάλε μούρη μπροστά και πέσε να φύγουμε…». Εκείνη τη φορά πραγματικά φοβήθηκα πάρα πολύ. Μιας όμως κι έχουμε την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου σε δύο μέρες, θα σου διηγηθώ κι έναν ακόμα κίνδυνο που πέρασα κατά τη διάρκεια των πτήσεών μου. Είχε μόλις ελευθερωθεί η Αθήνα και θα γινόταν η πρώτη παρέλαση για τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου. Ήρθε λοιπόν διαταγή να παρελάσει και η αεροπορία. Την ώρα της παρέλασης εμείς -16 αεροπλάνα το ένα δίπλα στο άλλο- θα περνούσαμε πάνω από τη βουλή και τους επισήμους. Κατά τη διάρκεια όμως της δοκιμής εγώ έμενα πίσω γιατί το αεροπλάνο μου παρουσίασε πρόβλημα και δεν ανέπτυσσε ταχύτητα. Βλέποντας ο αρχηγός την καθυστέρησή μου, μου λέει από τον ασύρματο: «Βελετζά αν μπορείς έλα, αλλιώς γύρνα πίσω μόνος σου». Και ευτυχώς που επέστρεψα, διαφορετικά θα είχα προσγειωθεί πάνω στην παρέλαση και ποιός ξέρει πόσους θα είχα πάρει μαζί μου.
Ένα άλλο περιστατικό που θυμάμαι είναι από την εποχή που είχε ελευθερωθεί η Θεσσαλονίκη. Εμένα η Μοίρα μου ήταν η 336η και είχε ως βάση της την Αθήνα. Κάποια στιγμή όμως μου ανέθεσαν μια αποστολή στη Θεσσαλονίκη (να παραδώσω έναν φάκελο στο εκεί αρχηγείο της αεροπορίας) την οποία θα εκτελούσα με το αεροπλάνο μου. Όταν το άκουσα σκέφτηκα αμέσως ότι στη μέση της διαδρομής ήταν το χωριό μου, ο Κισσός Πηλίου, όπου είχα πολλούς συγγενείς. Έκανα λοιπόν κάτι που είχα ακούσει από έναν φίλο. Πήρα έναν άδειο κάλυκα από κανόνι, έβαλα μέσα ότι χρήματα είχα κι ένα γράμμα και τον έκλεισα. Στη συνέχεια αγόρασα μια κορδέλα 5 μέτρων και την έδεσα πάνω στον κάλυκα. Όταν απογειώθηκα τον πήρα μαζί μου και άρχισα να ψάχνω με το αεροπλάνο το χωριό μου. Μόλις το βρήκα άρχισα να κάνω βόλτες πάνω από την κεντρική πλατεία. Από το θόρυβο που έκανε το αεροπλάνο όλο το χωριό βγήκε έξω να δει τι γίνεται. Στην τρίτη βόλτα έκοψα μηχανή, πέταξα τον κάλυκα από το αεροπλάνο και έτσι όπως άνοιξε η κορδέλα μπόρεσαν οι κάτοικοι να δουν σε πιο σημείο θα έπεφτε. Πολλά χρόνια αργότερα έμαθα ότι αυτά τα χρήματα βοήθησαν πολύ το χωριό εκείνα τα δύσκολα χρόνια».
Μετά την αποστράτευσή του ο κ. Βελετζάς δεν ξαναπέταξε ποτέ μόνος.