Ο Κωνσταντίνος Σταματάκης γεννήθηκε το 1912. Παρά τα 92 του χρόνια την περίοδο της συνέντευξης, μου αφηγήθηκε με μεγάλη προθυμία προσωπικές ιστορίες από περιοχές της Αιγύπτου που είχε ζήσει, με τελευταίο σταθμό την Αλεξάνδρεια. Τον αφήνουμε να μας τις διηγηθεί.
«Ο πατέρας μου ήταν βαμβακέμπορος εγκατεστημένος στο Μπένε Σουέφ και είχε έρθει στην Αίγυπτο δεκατριών χρονών με πλοίο από την Κρήτη. Απ’ ότι μου έλεγε, τα πλοία εκείνη την εποχή πήγαιναν ή στη Σμύρνη ή στη Κωνσταντινούπολη ή στην Αλεξάνδρεια. Υπήρχε θυμάμαι στην Αλεξάνδρεια μια εταιρία που λεγόταν Χατζηνταούτη και είχε έναν ντελάλη που γύριζε στους δρόμους της πόλης και φώναζε: «του Χατζηνταούτη το μπαπόρι φεύγει αύριο για τη Σμύρνη για την Πόλη, και όποιος είναι για ταξίδι ας μένει χαζίρι», δηλαδή να ετοιμάζεται. Αυτό το θυμάμαι πολύ καλά.
Εγώ μεγάλωσα στο Κάιρο και τελείωσα την Αμπέτειο. Έζησα όμως και τα χωριά της Άνω Αιγύπτου. Στο Μπένε Σουέφ είχαμε ένα σπίτι πελώριο. Θυμάμαι μάλιστα μια συγκινητική ιστορία. Το 1922 μετά την καταστροφή της Σμύρνης, πολλοί Έλληνες ήρθαν πρόσφυγες στην Αίγυπτο και το Προξενείο μας ζήτησε να φιλοξενήσουμε στα σπίτια μας όσους μπορούσαμε. Εμείς θυμάμαι είχαμε φιλοξενήσει δύο Σμυρνιούς που τους άκουγα κάθε βράδυ να τραγουδούν τραγούδια τούρκικα και ήταν πολύ μελαγχολικά.
Το 1930 εγκαταστάθηκα μόνιμα στην Αλεξάνδρεια όπου εργάστηκα ως υπάλληλος στην Ionian Bank Limited που ήταν Εγγλέζικη. Εκεί γνώρισα και τον Καβάφη. Όχι προσωπικά. Τον είχα όμως δει πολλές φορές. Ήταν ένας ψηλός άνθρωπος που περπατούσε με τα χέρια πίσω από την πλάτη και κάθε απόγευμα πήγαινε στο “Γκράντ Τριανό” και έπινε καφέ. Ήταν άνθρωπος ιδιόρρυθμος. Θυμάμαι τη φήμη που κυκλοφορούσε τότε, ότι ο Καβάφης ήταν ο μόνος άνθρωπος στην Αλεξάνδρεια που δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα. Λέγανε λοιπόν ότι στο σπίτι του χρησιμοποιούσε μόνο κεριά -εξ’ ου και το περιβόητο ποίημα- τα οποία έσβηνε επιδεικτικά κάθε φορά που ήθελε να διώξει τους προσκεκλημένους από το σπίτι του. Δεν ξέρω αν αυτό είναι αλήθεια, πάντως αυτή είναι η φήμη που κυκλοφορούσε.
Κατα την περίοδο του πολέμου μας επιστρατεύσανε. Εγώ βέβαια δεν πήγα αμέσως στρατό γιατί η τράπεζα ήταν Εγγλέζικη και με κρατήσανε. Θυμάμαι όμως καλά το κλίμα που επικρατούσε τις παραμονές του Ελ Αλαμείν. Η Αλεξάνδρεια είχε χίλια αντιαεροπορικά γιατί ήταν η δεύτερη βάση της Αγγλίας μετά το Λονδίνο και γινόταν χαλασμός. Κάθε μέρα περνούσαν 200 αεροπλάνα που έρχονταν από την Ιορδανία, βομβάρδιζαν και γύριζαν πίσω. Στην τράπεζα μάλιστα είχαμε φτιάξει μια δοκό η οποία πήγαινε κάτω στα υπόγεια, όπου είχαμε και τις ραύδους χρυσού. Όταν χτυπούσαν οι σειρήνες παίρναμε τα επίσημα βιβλία, τα βάζαμε στη δοκό που ήταν επικληνής και τα στέλναμε στο υπόγειο. Έτσι, αν γινόταν βομβαρδισμός και χτυπούσαν την τράπεζα θα γλίτωναν τα βιβλία. Μετά επιστρατεύτηκα κι εγώ και πήγα στο Αλαμέιν. Θυμάμαι τις παραμονές της μάχης περπατούσα στο Μπουλεβάρ και είδα την εξής σκηνή: κάτι Άγγλοι αξιωματικοί σταμάτησαν μια αραμπέια, κατέβασαν τον οδηγό, του πήραν το άλογο και το πήγαν έξω από του «Αθηναίου». Μπήκαν μέσα στο μαγαζί αγόρασαν μια ντουζίνα πάστες και άρχισαν να ταΐζουν μ’ αυτές το άλογο. Κι εμείς χαζεύαμε…Kαι γέλια και μεθύσια. Χαμός γινόταν. Την επομένη έγινε η μάχη. Μετά, μας μετέφεραν στο Χαλέπι και στη συνέχεια γυρίσαμε όλη τη Μέση Ανατολή. Εγώ ήμουν στα τεθωρακισμένα που ήταν μια μονάδα αριστερή. Εκεί με πήγαν. Άμα ήσουν μαυροσκούφης όλοι νόμιζαν ότι ήσουν αριστερός, αλλά εγώ δεν είχα ιδέα απ’ αυτά. Οι αριστεροί ήταν και μια παρεξήγηση να ξέρεις. Οι πιο εκπαιδευμένοι στρατιωτικοί ήταν οι αριστεροί, αυτό πρέπει να το παραδεχτούμε. Και ήταν και πολύ καλά παιδιά, δεν προσπαθούσαν να προσηλυτίσουν κανέναν. Είχαν απλώς τις πεποιθήσεις τους. Περάσαμε πολλά. Μετά μας πήγαν στο Ρίμινι της Ιταλίας και τέλος μας μετέφεραν στην Ελλάδα όπου πέσαμε στα Δεκεμβριανά.
Το 1946 γύρισα στην Αλεξάνδρεια και επέστρεψα στην παλιά μου δουλειά στην τράπεζα. Όταν όμως ο Νάσσερ την εθνικοποίησε εγώ ήθελα να φύγω. Δεν μας άφησε όμως γιατί εμείς ήμασταν τα στελέχη και έπρεπε να μείνουμε για να μπορέσει η τράπεζα να λειτουργήσει. Μας έδωσε μάλιστα αυξήσεις και καλές αυξήσεις. Εγώ πήρα 10 λίρες που εκείνη την εποχή ήταν πολλά λεφτά όταν ο μισθός μου ήταν τέσσερις. Με διόρισαν ελεγκτή των υποκαταστημάτων, με μετέφεραν στο Κάιρο και στη συνέχεια παραιτήθηκα.
Από την Αλεξάνδεια έφυγα το 1964 και πήγα στην Αθήνα. Η μετάβαση ήταν πολύ δύσκολη και στην αρχή δεν μπορούσα να προσανατολιστώ. Εγώ όμως πατρίδα μου θεωρώ πάντα την Αίγυπτο, διότι αυτή η χώρα είναι μέσα μου.Την Αλεξάνδρεια την αγαπάω, αλλά για μένα που έχω ζήσει και τα χωριά της Αιγύπτου, οι Αλεξανδρινοί δεν την ήξεραν την Αίγυπτο. Δεν την ήξεραν…Αν δεν ζήσεις εκεί στο Νείλο να ακούσεις τα τραγούδια των Αιγυπτίων μέσα στη φελούκα, να σου λένε «ετφάνταλ»… Εεε…αυτή είναι η Αίγυπτος. Η Αίγυπτος είναι αραπιά».