Ο οικογενειάρχης: Μου φαίνεται πως αυτοί που πνίγονται και οι φαμελίτες, είμαστε οι κυριώτεροι εκπρόσωποι της δραματικής φιλολογίας της πλαζ. Τι βάσανα! Το πρωί υποχρεώνουμαι να ξυπνώ με τους κοκόρους γιατί η γυναίκα μου θέλει να κάνει το πρωινό της μπάνιο με τα παιδιά στην πλαζ κι αρχίζει τις ετοιμασίες της αναχωρήσεως από τα ξημερώματα. Σηκώνουμαι, πάω αγουροξυπνημένος στη δουλειά μου. Σκοτούρες, ζέστη, σκασίλα. Κατά το βράδυ περνώ να τους πάρω και ν’ αναπνεύσω κι εγώ λιγάκι. Δεν βαριέσαι! Η ώρα του γυρισμού μου βγάζει ξυνή όλη την ευχαρίστησι. Νταραβέρι, τρεχάματα, καρδιοχτύπι. Η καϋμένη η Πολυξένη αφήνει το γλυκανάλατο ύφος τής καθώς πρέπει κυρίας, αγριεύει και παίρνει τον βλοσυρό τόνο του τσαούση για να . . . συμμαζέψη τα παιδιά που δεν έχουν ξεκολλημό από τα παιχνίδια τους: Γιωργάκη έλα θα σου τις βρέξω. . . Καιτούλα, μωρή δεν ακούς; φεύγουμε . . . Παυλάκη βρε εσύ! Φέρε τον Τοτό . . . Όταν τέλος δίνει ο Θεός και συμμαζεύονται και σιγυρισθούν θορυβωδώς τα τσανάκια και τα λοιπά εφόδια της εκδρομής στο καλάθι, ξεκινούμε. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως τέλειωσαν οι δοκιμασίες μας. Αμ δε! Όσο να βολευθούμε τόσοι άνθρωποι στο τραίνο βγαίνει η ψυχή μας. Και στο σπίτι ησυχάζουμε τάχα; Η Πολυξένη είνε νευριασμένη και για να ξεσπάση μου κάνει τον λογαριασμό των εξόδων. Το γούστο είνε που στο τέλος, όταν καλμάρει, μου λέει: Δεν βγάλαμε καϋμένε καμιά φωτογραφία στην πλαζ να θυμούμαστε. . .
Τι να θυμούμαστε!
Ο χωριανός: Ξάπλα στην πλαζ κι άγιος ο Θεός! Ήλιος, αεράκι και άμμος ζεστή, σαν πουπουλένιο στρώμα. Νοιώθεις μάτια μου τη αξία της τεμπελιάς, ύστερα απ’ την καθημερινή αγγαρεία στο φελλαχοχώρι. Χορταίνει το μάτι σου από σάρκα. Μανούλα μου τι γύμνια! Όλα στη φόρα! Μπράτσα, γάμπες και τα παρακατινά, αφρατιές και γλύκες που θυμίζουν το ζαχαροκάλαμο . . .
Ο ερωτευμένος: Γυμνισμός, φυσική ζωή και ψευτοηθική. Γνωρισθήκαμε πλάι στο κύμα και στον καθαρό ορίζοντα. Κουβεντιάσαμε, βουτήξαμε στη θάλασσα, λουσθήκαμε στις ακτίνες του ήλιου. Η άμμος σχημάτισε τη φόρμα των κορμιών μας, η καμπίνα γνώρισε την συντροφιά μας. Παίξαμε, γελάσαμε ξένοιαστοι και ανυπόκριτοι στη γύμνια μας. Χαρήκαμε τη φυσική μας οντότητα χωρίς την ετικέτα των τύπων. Δεν με σκανδάλιζε το τοσούδικο βρεμένο μαγιώ της και δεν της έκανε εντύπωσι η ηλιοθεραπεία μου. Μου χάριζε την επαφή της χωρίς τις επιτηδεύσεις της σεμνοτυφίας. Πρόσφερε στα μάτια μου την ροδισμένη απ’ τον ήλιο γύμνια της . . . Αυτά στην πλαζ. Όταν την συνάντησα σε κάποιο κέντρο ντυμένη ή μάλλον γδυμένη κατά το σύστημα της τελευταίας μόδας, συμμάζεψε τα χείλη της σε τυπικό χαμόγελο κι έβαλε το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο για να δείξη την ξεκάλτσωτη γάμπα της που την περιέβαλλαν οι κυματισμοί της κρεπ ζωρζέτ που φορούσε κι εγώ έκανα πως δεν έβλεπα. . .
Ο σνομπ: Επί τέλους! Μπορεί κανείς να λέη ότι παραθέρισε στην πλαζ του Ραμλίου χωρίς να ντροπιασθή από κείνους που πάνε στη Νίτσα και στο Μπιαρίτζ. Επεκράτησε τάξις και ευπρέπεια. Έλειψε ο παρακατιανός κοσμάκης που έκανε τα ρούχα του ένα μπογαλάκι και περιφρονώντας την χρήσι της καμπίνας και την δημοσίαν ηθική, γδύνονταν πίσω από ένα τεντωμένο σεντόνι ή μια προεξοχή βράχου. Τώρα οι καμπίνες είνε θαυμάσιες, βλέπεις να κυκλοφορούν πυτζάμες φαρδοσκελείς, μοντέλα ντερνιέ κρι, γύμνια που διαφέρει από της κυράς του Καρακόλ Λαμπάν ή της δεσποινίδος Ατταρινιώτου . . . Γνωρίσθηκα με μια μονταίν, αιθέριο πλάσμα! Φλερτ διακριτικό. Προχθές τα είπαμε τετ-α-τετ ενώ ο ήλιος βασίλευε, τα σύννεφα χρυσοκόκκινα φλογίζανε το άπειρο και η μεταξένια πυτζάμα της αντανακλούσε τις τελευταίες λάμψεις της . . .
Ο φουτουριστής: Που είνε αυτοί που λένε ότι η θεωρία του σιόρ Μαρινέττι είνε αερολόγημα. Ορισμένως δεν θα πήγαινε ποτέ στην πλαζ. Τι ανομοιομορφία και ανακατωσούρα! Το δράμα γρονθοκοπείται με την κωμωδία και η πεζότης με την ποίησι. Η ωραιότης σκοντάφτει στην ασχήμια και η γαλήνη στον θόρυβον. Εδώ κάποιος χλωμός άρρωστος βυθίζεται σε μελαγχολία, ξένος αυτός στον οργασμό της Φύσεως και την χαρά της Ανοίξεως. Εκεί δύο ερωτευμένοι γλυκοσαλιάζουν το αιώνιο τραγούδι της αγάπης. Πάρα κάτω μια σειρήνα αφρόπλαστη στο πλευρό κάποιου ασχημάνθρωπου. Στην ακρογιαλιά οι μυριόσχημες δαντέλες των αφρών του κύματος, στον αέρα η κνίσσα του καπνού του οβελία που σιγοψήνεται στο γειτονικό καζίνο. Ο ψίθυρος της αύρας και ο ορυμαγδός της τζαζ-μπαντ! Πλαζ: φουτουριστικός πίνακας χωρίς αρχή και τέλος. . .
ΛΟΥΚΙΑ ΜΑΡΒΑ