(Αναμνήσεις από την πλαζ του Σίντι Μπισρ)
Ξέρετε τι θα πη άγιος Παντελεήμονας σε απόκεντρο εξοχικό μέρος, καθώς ήτανε εδώ κι’ εφτά χρόνια η πλαζ του Σίντι Μπισρ και μάλιστα όταν παρέχει τζάμπα την θεραπείαν του σε πάσαν νόσον και πάσαν μ….;
Τακ, τακ, χτυπά η πόρτα. Ποι-ο-ο-ός; Κύριε γιατρέ, η μονάκριβη Αζίζα μας υποφέρει από πονόματο. Λίγο κολλύριο, να χαρήτε το φως των παιδιών σας!
Τακ, τακ, η Φατιμέ, η πεθερά του Χασάνη Αλ-Σάιντ, έχει κοψίμτα, λίγο εγγλέζικο αλάτι, και σας μένομεν υπόχρεοι.
Τακ, τακ. Τι συμβαίνει; Ο Μουσταφάς Αλ-Αντρίσι, ξύνεται από δυνατή φαγούρα σ’ όλο το σώμα. Λίγη αλοιφή παρακαλούμεν.
Σας ορκίζομαι στον άγιον Παντελεήμονα, αυτό το τραγούδι ακούω τώρα εδώ κι επτά χρόνια κάθε καλοκαίρι, που πηγαίνω για αναψυχή στο παραθαλάσσιο ξύλινο παράπηγμά μλυ στην πλαζ του Σίντι Μπισρ!
Και ποιος φταίει; Ακούστε. Αυτά που σας γράφω είναι παρμένα από το συναξάρι, δηλαδή από το μαρτυρολόγιο της ζήσης μου στη μαγευτική πλαζ του Σίντι Μπισρ.
Βρισκόμεθαστες τελευταίες ημέρες του Αυγούστου του 1925. Μεσάνυχτα ακριβώς με το ρολόγι στο χέρι. Όξω απ’ το παράπηγμά μας άκουσα να σταματάη απότομα ένα αυτοκίνητο. Ακολούθησε κραυγή πόνου με κάμποσα αχ, αχ, αχ . . . . ! Ο ύπνος φυγαδεύτηκε απ’ τα μάτια μου. Ο νους μου, η προσοχή μου κι όλο το εγώ μου ήτανε στραμμένα προς τα όξω. Σαν προτομή αγάλματος καρφώθηκα στο κρεββατάκι μου και σιγά-σιγά, ψιθύρισα στο αυτί της συντρόφου μου: Ευωδώ, κάποιο δυστύχημα συνέβηκε όξω. Σκέπτομαι να σηκωθώ. Και προτού τελέψω την τελευταία μου λέξη βρέθηκα όξω από την καμπίνα μου σιμά από ένα αυτοκίνητο και βοηθούμενος από το φως του φαναριού μας διέκρινα σε μικρή απ’ αυτό το αυτοκίνητο απόστασι τον υιόν τουΒέη. . . . . , Διευθυντή και ιδιοκτήτη της μεγάλης της πόλεώς μας αράπικης εφημερίδος . . . . ., ξαπλωμένον φαρδιά-πλατιά κατά γης κα σχεδόν αναίσθητον! Αμέσως έβαλα εις ενέργεια όλες τες πρακτικές ιατρικές μου γνώσεις που επέτυχαν περίφημα. Η χαρά μου ήτανε μεγάλη, γιατί έσωσα μια ψυχή από βέβαιο θάνατο. Κι όταν την άλλη μέρα έμαθα, πως οι γονείς του παθόντος, από επίλεκτη αιγυπτιακή οικογένεια, ήλθανε να προσφέρουνε με την ευγνωμοσύνη τους και την φιλία τους, η χαρά μου αναβαφτίσθηκε εις ενθουσιασμό . . . . !
Ίσαμε ‘δω πάνε καλά τα πράματα. Περάσανε κάμποσες μέρες, να κι η πόρτα της καμπίνας μας χτυπά άγαρμπα μεσάνυχτα πάνω-κάτω. Τι συμβαίνει, ρωτώ από μέσα με φωνή τρομαγμένη.
Κύριε γιατρέ, ο Βέης . . . σας παρακαλεί νάλθετε σπίτι γλήγορα. Η χανούμισσά του ετοιμογέννητη . . . .! Γλήγορα να χαρήτε!
Εις την κεραυνοβόλον αυτήν είδησιν, εγώ, το ομολογώ, έμεινα κόκκαλο, οι δε άνθρωποί μου από μέσα ξέσπασαν εις ακράτητα γέλοια, και με το δίκηο τους! Καλά, είμαι γιατρός πρακτικός, όχι όμως και χειρούργος γυναικολόγος . . . και μάμμος! Και μόλις συνήλθα λιγάκι, είπα με ύφος σταθερόν εις την υπαλληλία του Βέη . . . . που με περίμενε στην πόρτα με τα φανάρια στα χέρια: Ο όρκος μου δεν με επιτρέπει να σας συνοδεύσω. Είμαι Δάσκαλος . . . της ιατρικής κι όχι γυναικολόγος . . . . !
Αυτά τα δύο σύγχρονα περιστατικά ήρκεσαν να με ανακηρύξουν εις γιατρόν του Σίντι Μπισρ. Και πόσον κολακεύομαι όταν οι πολυπληθείς πελάτες μου με προσφωνούνε με τον τίτλον . . . του αγίου Παντελεήμονα!
Σίντι Μπισρ, 5 Ιουλίου 1933 Ευγένιος Μιχαηλίδης