Ο Νίκος Σαντορινιός γεννήθηκε στη Σύμη τον Αύγουστο του 1897 από φτωχούς και βιοπαλαιστές γονείς. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο νησί του, ενώ συνέχισε στον Πειραιά και την Αλεξάνδρεια μέχρι τη δεύτερη τάξη του σχολαρχείου. Στην Αίγυπτο μετανάστευσε αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Ορφάνεψε στην παιδική ηλικία του και πέθανε στα 26 χρόνια του χτυπημένος από τη μάστιγα της εποχής, τη φυματίωση. Για να επιβιώσει έκανε κάθε είδους εργασία στην Αλεξάνδρεια. Ξεκίνησε πουλώντας εφημερίδες μαζί με έναν άλλο, χαμένο πρόωρα λογοτέχνη, τον επιστήθιο φίλο του Πέτρο Αλήτη. Εργάστηκε ως πλανόδιος καπνοπώλης, ως υπάλληλος σε διάφορα καταστήματα, ως εργάτης σε εργοστάσιο, ως μεσίτης σε γραφεία παραγγελιών, ως υποβολέας και ηθοποιός σε περιπλανώμενους θιάσους, ως διορθωτής τυπογραφείου, ως δημοσιογράφος, ως επιστάτης σε έζμπα, όπου του διαγνώστηκε η μοιραία ασθένειά του.
Το καλοκαίρι του 1920 ταξίδεψε στην Κύπρο και απ’ εκεί, λίγο αργότερα, κατέφυγε στο λατρεμένο νησί του, που πάντα νοσταλγούσε, με την ελπίδα της ανάρρωσης. Δυστυχώς η κατάσταση της υγείας του χειροτέρευε συνεχώς, ενώ η απαισιοδοξία και η απελπισία συνοδεύουν οδυνηρά τις μοναχικές στιγμές του. Από το φθινόπωρο του 1922 νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο Σωτηρία των Αθηνών, όπου άφησε την τελευταία πνοή του στις αρχές του 1923.
Αρκετά νωρίς πήρε μέρος στην παρέα των Απουάνων, πρωταγωνιστής της οποίας ήταν ο Γ. Βρισιμιτζάκης. Επρόκειτο για ένα είδος αντισυμβατικού καλλιτεχνικού κινήματος που εκδηλώθηκε γύρω στα 1915 – 1916 με φυσιολατρικές και αναρχίζουσες διαθέσεις . Ο εισηγητής του Γ. Βρισιμιτζάκης επιδίωξε να μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια ανάλογες ιδέες που γνώρισε στο Βιαρρέτζιο συναναστρεφόμενος τον όμιλο Άπουα. Γράφοντας για την ποίηση του Σαντορινιού, μεταξύ άλλων, σημειώνει: «Μέσα από τον Σαντορινιό μιλά η ποίησις αυτή˙ τόσον η σκέψις του όσον και ο στίχος του έχουν μια μουσικότητα κάπως πρωτόγενη. Ο Σαντορινιός είναι ποιητής της ανατολής… Είναι η ζωή που με το πρώτο κάλπασμά της συναντά τη σκέψη… η ποίησις του Νίκου Σαντορινιού απομένει η καλύτερη προσπάθεια των Απουάνων».
Στο σύντομο διάβα της ζωής του ο Νίκος Σαντορινιός πρόλαβε και δημοσίευσε την ποιητική συλλογή «Φωνές στην ερημιά» το 1919. Μετά τον θάνατό του ο φίλος του ποιητής Γλαύκος Αλιθέρσης συγκέντρωσε τα ποιήματά του και τα εξέδωσε σε ένα μικρό τόμο με γενικό τίτλο «Ποιητικά έργα» στα 1925 στην Αλεξάνδρεια. Ο ίδιος έγραψε και μια εκτενή εισαγωγή από την οποία αξίζει να παραθέσουμε μερικές γραμμές όπου περιγράφει τον Σαντορινιό:
«Δε θα κινούσε ποτέ κανενός την περιέργεια ο ψηλός, φτωχοντυμένος και λερός νέος, με το αλήτικό του παρουσιαστικό. Μα καθώς χάζευε στους δρόμους ή καθώς αφηρημένος περπατούσε βιαστικά, μοιράζοντας φύλλα εφημερίδων στις κατοικίες των συνδρομητών, ξαφνικά σε διέκρινε στο απέναντι πεζοδρόμιο, και διασχίζοντας τον πολυθόρυβο δρόμο σε σταματούσε. Κ’ έβλεπες κάτω απ’ τη σταχτιά ρεπούπλικα δυο πηγές μυστικοπάθειας με ανεξήγητο βάθος. Κ’ έξαφνα ο φτωχός εκείνος νέος σκύβοντας σου ψιθύριζε μ’ όλη την ικεσία των απελπισμένων και κουρασμένων υπάρξεων, ικεσία μ’ ευχή ξεπληρωμού προς την υπέρτατη κι άγνωστη Δύναμη, σου ψιθύριζε τους στίχους του Βερλαίν:
Μες στην ψυχή μου κλαίει μια βροχή
σαν τη βροχή που πέφτει μες στην πόλη…».