Η Άλκηστη Σεβαστή Ατικιουζέλ, η γνωστή μας τραγουδίστρια Πρωτοψάλτη, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια από Έλληνες γονείς. Στη συνέντευξη που μου παραχώρησε πριν από μερικά χρόνια θυμόταν μεταξύ άλλων ότι οι γονείς της κάνανε πολλά ταξίδια με αυτοκίνητο από την Αλεξάνδρεια στο Κάιρο, ότι οι πυραμίδες της φαινόντουσαν το μεγαλύτερο βουνό που είχε δει ποτέ στη ζωή της, ότι δεν ξέχασε ποτέ τις μύγες μέσα στο αυτοκίνητο τις οποίες άφηνε η μητέρα της γιατί η διαδρομή ήταν μονότονη. Θυμόταν που πάντα της έλεγε, «βρε μαμά γιατί δεν ανοίγεις το παράθυρο να φύγουν οι μύγες;» και της απαντούσε, «όχι, οι μύγες χρειάζονται για να υπάρχει ένας εκνευρισμός και να μην κοιμάται ο οδηγός». Η ιστορία όμως που της αρέσει περισσότερο να διηγείται είναι η εμπειρία της επίσκεψής της στην Αλεξάνδρεια μετά από τριάντα πέντε χρόνια. Ας αφήσουμε όμως την ίδια να μας την αφηγηθεί:
“Οι μνήμες φυσικά είναι λίγες γιατί έφυγα σε ηλικία επτά ετών, σε μια εποχή όπου ο Νάσερ εξανάγκαζε με τα μέτρα του όλους τους ξένους να φύγουν από την Αίγυπτο. Ξένους εντός εισαγωγικών, βέβαια, γιατί οι δικοί μου δεν ένιωθαν ξένοι σε αυτήν τη χώρα. Την αγάπησαν πολύ βαθειά και ειλικρινά κι όταν έγινε ο ξεριζωμός ένιωσαν πολύ άσχημα. Το μοναδικό περιστατικό που θυμάμαι από την έξοδό μας από την Αίγυπτο είναι μια σκηνή στο τελωνείο. Κρατούσα μια κούκλα στα χέρια μου, την οποία μου άρπαξαν οι τελωνειακοί και με ένα μαχαίρι της άνοιξαν το κεφάλι, πιθανόν για να ελέγξουν αν είχαμε κρύψει τίποτα κοσμήματα. Αυτή η εικόνα με είχε πραγματικά συγκλονίσει και με έκανε να μην παίξω ποτέ ξανά στη ζωή μου με κούκλα.
Θυμάμαι, επίσης, όταν ήρθαμε στην Ελλάδα, πόσο στεναχωρημένοι ήταν και οι δύο για όλη αυτή την ανατροπή της ζωής τους. Από ό,τι ξέρω ήρθαμε με πέντε βαλίτσες, δε φέραμε μαζί μας τίποτα. Δεν είναι βλέπετε το καλύτερο αίσθημα να σε ξεριζώνουν από τον τόπο σου έτσι ξαφνικά. Είναι σαν να ξεριζώνεις ένα φυτό από το χώμα του, ή μάλλον να το κόβεις από τη ρίζα του και να προσπαθείς να το μεταφυτέψεις σε άλλο έδαφος. Υπάρχει πιθανότητα να ζήσει, αλλά υπάρχει και το ενδεχόμενο να μαραζώσει, όπως έγινε στην περίπτωση του πατέρα μου, που από τη στεναχώρια του μερικά χρόνια αργότερα έπαθε εγκεφαλικό και πέθανε. Στην οικογένεια λοιπόν υπήρχε πάντα μια θλίψη, μια στεναχώρια, η οποία ήταν διάχυτη. Δεν εκφραζόταν ποτέ λεκτικά, αλλά εγώ ως παιδί την αντιλαμβανόμουν. Ένιωθα πως είχε συμβεί κάτι πολύ σοβαρό.
Όταν, λοιπόν, γύρισα στην Αλεξάνδρεια μετά από τριάντα πέντε χρόνια για να τραγουδήσω στη Βιβλιοθήκη σε μια εκδήλωση προς τιμήν του Καβάφη, είπα μέσα μου ότι αυτή ήταν μια πολύ όμορφη και γλυκιά ρεβάνς σε όλα αυτά τα γεγονότα που είχαν συμβεί στην οικογένειά μου. Γιατί αυτήν τη χώρα, παρότι μας πλήγωσε ως οικογένεια, εγώ την αγαπώ. Και σκέφτηκα ότι ο Θεός και η ζωή μού έδωσαν αυτή την ευκαιρία, για να μαλακώσω αυτό το συναίσθημα που είχα μέσα μου. Να το σβήσω και να δω αυτήν τη χώρα με ένα άλλο μάτι. Θυμάμαι πώς φύγαμε τότε και πώς ξαναγύριζα τώρα. Με εντυπωσίασε το καλωσόρισμα που δέχτηκα από τον άνθρωπο που ήταν στα διαβατήρια και οι τιμές του αιγυπτιακού κράτους στο πρόσωπό μου. Ναι, αυτή ήταν μια ωραία ρεβάνς. Και μάλιστα σκέφτηκα ότι αν ο πατέρας μου είναι κάπου ψηλά στον ουρανό και τα βλέπει όλα αυτά, θα χαμογελάει. Γιατί είναι μια εξέλιξη που δεν την περιμένεις. Συνήθως δεν ξαναγυρνάς, ή γυρνάς και κουβαλάς ανάμεικτα συναισθήματα. Εμένα μου άρεσε που γύρισα με αυτόν τον τρόπο. Ήταν σαν να μου το χρώσταγε η ζωή να ξαναγυρίσω ως προσκεκλημένη του ίδιου του αιγυπτιακού κράτους. Περάσαμε φυσικά καταπληκτικά και ένιωσα σαν να μην είχα φύγει ποτέ, τόσο οικεία μου ήταν όλα.
Σ’ εκείνο το ταξίδι επισκέφτηκα και την ελληνική Κοινότητα, η οποία παραχώρησε γεύμα προς τιμήν μου. Η φιλοξενία τους ήταν καταπληκτική. Επίσης θυμάμαι ότι έζησα μια συγκλονιστική στιγμή όταν επισκέφτηκα το παλιό μου σχολείο, το Αβερώφειο. Μπήκαμε στο προαύλιο και συναντήσαμε τον ίδιο φύλακα γέρο πια, ο οποίος μας κατέβασε ένα τεράστιο σκονισμένο βιβλίο που είχε όλα τα ονόματα των παιδιών της τάξης μου. Και βρήκαμε τ’ όνομά μου, κι εκεί έσπασα. Έκλαψα πάρα πολύ γιατί είναι κάποια πράγματα που δεν μπορείς να τα ελέγξεις. Και μετά πήγαμε σε αυτήν τη βρύση του σχολείου, που όταν ήμουν μικρή δεν έφτανα για να πιω νερό και παρακαλούσα τα μεγαλύτερα παιδιά να με σηκώνουν. Και πήγα στη βρύση κι έσκυψα κι ήπια νερό. Επισκέφθηκα και το γήπεδο, όπου κάναμε τις γυμναστικές επιδείξεις και θυμάμαι ότι φόραγα μια άσπρη φουφούλα με ένα άσπρο μπλουζάκι, λουλούδια στο κεφάλι και ένα καλαθάκι στο χέρι και στεκόμασταν όλα τα παιδιά στη σειρά.
Πρέπει να ομολογήσω ότι η επιστροφή μου ήταν συγκλονιστική και τη θυμάμαι με πολύ χαρά. Ήταν αυτό ακριβώς που έπρεπε να γίνει για τη δική μου την ψυχή. Πήγα και στο σπίτι του Καβάφη και συγκινήθηκα γιατί τα πράγματα που έχουν να πουν κάτι στο χρόνο αντέχουν και θα ζουν για αιώνες. Και για να δεις τί περίεργα παιχνίδια παίζει η ζωή, το πρώτο τραγούδι που τραγούδησα στην καλλιτεχνική μου καριέρα ήταν το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» του Καβάφη. Δεκαεπτά χρονών τότε δεν καταλάβαινα τη σημασία του στίχου. Με τα χρόνια κατάλαβα. Τί παράξενο κάρμα κι αυτό, το πρώτο μου τραγούδι να είναι του Καβάφη και μάλιστα το συγκεκριμένο ποίημα “…κι αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που χάνεις”.