Συνάντησα την κ. Καίτη Φραγκίσκου- Καζούλη πριν από δέκα περίπου χρόνια στο σπίτι της στην Αθήνα, προκειμένου να της πάρω μια συνέντευξη, η οποία εξελίχτηκε σε μια από τις ωραιότερες και μακρύτερες σε διάρκεια συνεντεύξεις που έχω κάνει ποτέ.
Η κ. Καίτη γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια τη δεκαετία του ‘20. Όταν κατά τη διάρκεια του πολέμου παντρεύτηκε τον Ίωνα Καζούλη, μετακόμισε στη βίλα- μέγαρο του πεθερού της, την οποίο συνήθιζε να αποκαλεί “το Καζουλέϊκο”. Ως μέλος πια αυτής της μεγάλης και εύπορης Αλεξανδρινής οικογένειας, έζησε μια ζωή “παραμυθένια”, όπως η ίδια λέει, την οποία θέλησε να μου διηγηθεί με κάθε λεπτομέρεια. Οι ενθυμήσεις σήμερα φιλοξενούν ένα μικρό μόνο τμήμα αυτής της συνέντευξης.
Την ώρα που έφευγα μου εκμυστηρεύθηκε το εξής: «Πάντα ήθελα να γράψω την ιστορία της οικογένειας, αλλά ποτέ δεν βρήκα τον χρόνο. Τώρα είμαι ήσυχη γιατί ξέρω ότι κάποιος την κατέγραψε». Μετά από ένα χρόνο η κ. Καίτη έφυγε από τη ζωή. Ας αφήσουμε, όμως, την ίδια να μιλήσει για τη ζωή της:
«Ο πεθερός μου Μιχάλης Καζούλης ήταν ένας καταπληκτικός άνθρωπος. Ήρθε λαθρεπιβάτης στην Αίγυπτο στις αρχές του 20ου αιώνα να δουλέψει στα βαμβάκια και αργότερα ίδρυσε τη δική του εταιρία βάμβακος την περίφημη Ms Cazouli&Co. Το 1910 παντρεύτηκε την Μαρίκα Δραγούμη με την οποία έκανε επτά παιδιά, και στο τέλος του πολέμου αγόρασε δύο υπέροχες βίλες στην Ιμπραημία. Την μια, στην οποίο έζησα κι εγώ μετά που παντρεύτηκα, την αγόρασε από τον γιο του Rudolf Hess ο οποίος ερχόταν κάθε χρόνο να μας επισκεφθεί. Τότε, στη βίλα μέναμε εννέα άτομα, και είχαμε δεκαεπτά ανθρώπους για υπηρετικό προσωπικό, το φαντάζεσαι; Έξι Έλληνες και έντεκα Αιγύπτιους. Έμεναν σ’ ένα σπιτάκι στον κήπο, αλλά τρώγανε όλοι μαζί σε δική τους τραπεζαρία μέσα στο σπίτι. Εμείς είχαμε τη δική μας τραπεζαρία στον επάνω όροφο. Στις μιάμιση ακριβώς χτυπούσε το γκόνγκ για να μαζευτούμε και έπρεπε όλη η οικογένεια να είναι στο τραπέζι στην ώρα της. Το ίδιο γινόταν και για το πρωινό και για το βραδινό. Πολλοί στην Ελλάδα νομίζουν ότι εμείς οι Αιγυπτιώτες πατούσαμε επί πτωμάτων και εκμεταλλευόμασταν τους Αιγυπτίους, αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι. Ζούσαμε αρμονικότατα μαζί τους και υπήρχε μεγάλος σεβασμός. Πολλοί απ’ αυτούς μάλιστα, μετά που φύγαμε, δεν θέλανε να δουλέψουν σε άλλη οικογένεια και επέστρεψαν στα χωριά τους. Μας δίνανε τις υπηρεσίες τους, αλλά ήμασταν πάντα κοντά τους. Κάθε Χριστούγεννα για παράδειγμα, μαζεύονταν όλοι οι συγγενείς στο σπίτι και κόβαμε 35 κομμάτια βασιλόπιτας. Αλλά υπήρχε πάντα και μια πίτα για το προσωπικό και ένας ένας ερχόταν να πάρει το κομμάτι του. Ήμασταν πραγματικά μία οικογένεια και τους φερόμασταν άψογα.
Σε ό,τι αφορά την αλεξανδρινή κοινωνία εκείνης της εποχής, θα έλεγα ότι ήταν μια οργανωμένη κοινωνία με μεγάλη ευαισθησία για τον άνθρωπο. Οι ευκατάστατες οικογένειες δεν ανέπτυσσαν κοινωνικές σχέσεις με τους ανθρώπους της κατώτερης τάξης, όμως δεν τους αγνοούσαμε. Υπήρχαν πολλά σωματεία που βοηθούσαν αυτή την τάξη των ανθρώπων που είχε ανάγκη. Γινόντουσαν συγκεντρώσεις, χοροί, τσάγια και μαζεύαμε πολλά χρήματα. Αυτή ήταν μια παροικία επιπέδου. Όλες οι κυρίες που είχαν τα μέσα εργάζονταν στα φιλανθρωπικά. Εγώ για παράδειγμα ήμουν πρόεδρος σε δύο σωματεία. Ό,τι μπορούσε να κάνει η κάθε μία, το έκανε, για να βοηθήσει τις φτωχές οικογένειες. Οι εκδηλώσεις που κάναμε ήταν μεγάλοι χοροί που άφηναν χρήματα και, όταν έρχονταν οι άντρες αργά το βράδυ για να λάβουν μέρος στη γιορτή, είχαν το χέρι στην τσέπη και μαζεύονταν πολλές χιλιάδες. Διότι τα σωματεία διέθεταν μεν τη δική τους στέγη από δωρεές μεγάλων ευεργετών, αλλά δεν είχαν κεφάλαιο να κινηθούν. Μετά ήρθε ο πόλεμος και πάλι η παροικία ήταν πρόθυμη να βοηθήσει. Ξεκίνησε «η φανέλα του στρατιώτη» από την Αργίνη Σαλβάγου και μας μοιράζανε θυμάμαι μαλλί και βελόνες, ενώ παράλληλα μας έδιναν οδηγίες για το πως να τις πλέξουμε. Όλα αυτά έγραψαν σελίδες πολύ ωραίες για τον ελληνισμό της Αιγύπτου.
Μετά τις εθνικοποιήσεις αναγκαστήκαμε να φύγουμε. Μας πήραν την εταιρία, αλλά το σπίτι δεν μπόρεσαν να το πειράξουν. Αναγκαστήκαμε, όμως, να το πουλήσουμε τμηματικά για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Εγώ έφυγα το 1965 και λίγους μήνες αργότερα το σπίτι γκρεμίστηκε και στη θέση του οικοπέδου χτίστηκαν 48 πολυκατοικίες. Ήταν πραγματικά ένα υπέροχο σπίτι κι εγώ ήμουν πολύ ευτυχισμένη ζώντας εκεί. Είχε έναν τεράστιο κήπο, τον οποίο δεν μπορώ να πω ότι ευχαριστήθηκα και πολύ γιατί ήμουν μονίμως απασχολημένη. Κάθε πρωί πήγαινα στα δύο φιλανθρωπικά σωματεία που είχα αναλάβει. Καμιά φορά σκέφτομαι, ότι ενώ είχα αυτόν τον καταπληκτικό κήπο, αντί να καλώ τους φίλους μου και να τον απολαμβάνω, ή να κάθομαι εκεί με τα παιδιά μου, εγώ ήμουν απασχολημένη στους δρόμους της Αλεξάνδρειας. Βλέπεις όταν τα έχεις, τα θεωρείς όλα δεδομένα. Νομίζεις ότι θα είναι εκεί για πάντα. Μέχρι τη μέρα που φύγαμε δεν πίστευα πραγματικά ότι θα φεύγαμε.
Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα συμβιβαστήκαμε, γιατί όλα είναι θέματα ψυχής. Όταν το πάρεις απόφαση και πεις ότι έως εκεί ήτανε και τελείωσε, τότε το αναπολείς με ομορφιά. Εγώ την Αλεξάνδρεια την αναπολώ ως κάτι πολύ ωραίο.
Όταν ήμουν στην Αίγυπτο θεωρούσα ότι είχα μεγαλώσει τα παιδιά μου με αυστηρές αρχές και ότι δεν ήταν κακομαθημένα. Όταν όμως έφθασα στην Αθήνα και είδα τις συνθήκες ζωής των Αθηνών, είπα «είσαι τρελή, τι θα πει δεν είναι κακομαθημένα;». Από τον τρόπο ζωής στην Αίγυπτο εννοώ. Μέσα στο καζουλέϊκο για παράδειγμα, το πρωί η καμαριέρα θα βοηθούσε τα παιδιά να ντυθούν, μετά στην τραπεζαρία άλλη καμαριέρα θα τους βοηθούσε να πάρουν το πρωινό τους, και όταν πήγαιναν στο σχολείο τους περίμενε ο οδηγός. Όλα αυτά από τη μια μέρα στην άλλη χάθηκαν. Οι τρόποι συμπεριφοράς τους ήταν άλλου επιπέδου και παρεξηγήθηκαν. Παραδείγματος χάριν, τον γιο μου τον σνόμπαραν οι συμμαθητές του και του έλεγαν ότι τους κάνει τον αριστοκράτη. Αλλά έτσι είχε μάθει και ποτέ δεν μιλούσε για τη ζωή του στην Αλεξάνδρεια. Ευτυχώς τα παιδιά προσαρμόστηκαν αμέσως και ποτέ δεν παραπονέθηκαν. Είναι παιδιά που αν τα βάλεις με το βασιλιά της Ελλάδας ή με τον οδηγό του λεωφορείου θα αντιμετωπίσουν και τους δύο με τον ίδιο σεβασμό και κατανόηση. Βλέπεις η ζωή μας στην Αλεξάνδρεια είχε μια παράξενη δομή, την οποία δεν πιστεύω κανείς στην Ελλάδα να είχε, όσο πλούσιος κι αν ήταν. Ακόμα και σήμερα, οι πλούσιες οικογένειες των Αθηνών δεν θα είχαν τη δυνατότητα να ζήσουν έτσι ούτε για ένα μήνα. Πολλές φορές κλείνω τα μάτια μου και σκέφτομαι «θεέ μου, εγώ τα έζησα όλα αυτά;». Γιατί πραγματικά σαν παραμύθι τα θυμάμαι όχι σαν πραγματικότητα».