Εχθές

Εχθές, την Κυριακή το πρωί, κατευθυνθήκαμε προς την εκκλησία του Ευαγγελισμού. Επί της οδού Σαλέχ Σάλεμ στεκόταν πάλι εκείνος. Ο χωρίς πρόσωπο άνθρωπος. Από κάποιο φοβερό έγκαυμα, τα μάτια, η μύτη, τα αυτιά του είχαν αφανιστεί, είχαν μεταβληθεί σε μιαν απαίσια άμορφη μάζα, όπου μόλις διακρίνονταν από τις μελανές ουλές των χειλιών του ως χαίνουσα πληγή το στόμα του, για να βογγά δυνατά από μέσα του και να στενάζει η μάνα του ντουνιά, η Αίγυπτος.
Αργότερα, κατηφορίσαμε προς τη θάλασσα. Διασχίσαμε την Cornice για να αντιληφθούμε κατά τρόπο εκτυπώτερο, εδώ στη βόρεια ακτή της Αφρικής, ότι η θάλασσα είναι το σύνορο του κόσμου.

Το μεσημέρι στη στήλη του «Πομπηίου» και αργότερα στον αρχαιολογικό χώρο Kom el Shoqafa, χαμηλά στο πετρώδες έδαφος, ανάμεσα στα ερείπια, ανάμεσα στα μνημεία, διακριτικά και ταπεινά, σε τούφες από καταπράσινο χορτάρι, διάσπαρτες, εδώ και εκεί, πόσες μικρές μαργαρίτες ξεπροβάλλουν, ως ανοιξιάτικο προανάκρουσμα, ανασηκώνοντας το άσημο κιτρινωπό – από ατόφιο ζωντανό χρυσό – κεφαλάκι τους!

Άραγε τι να σημαίνει η πραγματικότητα που ζούμε; Αυτή η οργανωμένη – θα έλεγε κανείς – αταξία; Η δυναστική αλογία της ερήμου, ανάμεσα σε υπέρογκα λίθινα μνημεία; Tι σημαίνουν λοιπόν οι ένδοξοι τάφοι, τι νόημα έχουν οι σαρκοφάγοι που εκτίθενται στα μουσεία και οι κατακόμβες με τις ανάγλυφες παραστάσεις και τις σπουδαίες τοιχογραφίες στην καρδιά της άσχημης πόλης; Γιατί η τέχνη είναι ασφυκτικά νεκρή, εγκλωβίζει σ’ένα περίκλειστο σχήμα, ενώ κάθε τι ζωντανό, αληθινό, είναι εύθραυστο, ασήμαντο και νοσεί προς θάνατον;

Πόσο πρέπει να πονέσουμε Θέ μου μέχρι να σε ψηλαψίσουμε ζώντα;

25η Φεβρουαρίου. Εχθές. Πέρασε ο Γενάρης και ο κουτσουρεμένος Φλεβάρης έπνεε και τότε, εν έτει 2006, τα λοίσθια. Τότε που – μετά το πέρας της θείας λειτουργίας στον Άγιο Νικόλαο Έγκωμης στη Λευκωσία – τρέξαμε επί ματαίω, παρασυρμένοι από τον ενθουσιαμό του πατρός Ιωάννη, για να προλάβουμεμε τις μυγδαλιές ανθισμένες, στις πλαγιές του Τρόοδος.

Και κύλησε ο χρόνος κλεφτά στο σήμερα. Γλιστρήσαμε από της κλεψύδρας την αδιόρατη, στενήν οπή στην 26η Φεβρουαρίου. Είμαι ακόμα ένας δίχως πρόσωπο άνθρωπος, καθώς σφαλώ – μόλις εξερχόμενος απο το Προξενείο – πίσω μου την πόρτα και επιστρέφω στην οικία μου αναπολώντας το έκτακτο προ δεκαημέρου δειλινό. Είναι, όπως και τότε, ίδια η ώρα που αντίκρισα το χαροποιό, καταιγιστικό, πανευφρόσυνο θέαμα. Η ώρα η γλυκιά με την εσπερινή αύρα και το λεπτό πορφύρωμα στο ραγισμένο ορίζοντα, στα μάτια. Στον εξώστη του παρακειμένου της οικίας μου οικοδομήματος, του «Μάννα», στο οποίο προσφάτως μετεγκαταστάθηκε σύσσωμο το Γηροκομείο της Ελληνικής Παροικίας, αποχωρώντας από το κτίριο του «Κανισκερείου», που δόθηκε προς ενοικίαση σε Γαλλικό σχολείο, στέκονταν δύο τρόφιμοι του Γηροκομείου και τηρούσαν με θαυμασμό και έξαρση – ο ένας απ’ αυτούς χειροκροτώντας – σμήνη πουλιών που σε χωριστούς – πλην όμως διαρκώς μεταβαλλόμενους και κάποτε συμπλεκόμενους – σχηματισμούς, χόρευαν με μιαν απαράμιλλη χορευτική δεινότητα πάνω από τη συστάδα των ομοιόμορφα κουρεμένων αειθαλών δασύφυλλων δέντρων που κοσμούν τον προαύλιο χώρο του Τοσιτσαίου – Πρατσικείου Δημοτικού Σχολείου. «Κύριε Τάσο, αυτό το πανηγύρι επαναλαμβάνεται κάθε απόγευμα εδώ και μέρες. Είναι σπουργίτια. Σε λίγο θα γεμίσουν τα δέντρα, θα πέσουν όλα στα δέντρα για να δοξολογήσουν το Θεό!», μου φώναξε ο ένας απ’ αυτούς, ο κύριος Γιάννης. Δεν είμαι κανένας ρομαντικός, αλλά όταν στη συνέχεια μπήκα στο σπίτι μου, βροντοφώναξα: «Είδατε τι γίνεται έξω; Καταιγισμός χαράς, καταιγισμός ζωής αιφνίδιος!». «Τώρα το πήρες είδηση εσύ; Eμείς μέρες παρατηρoύμε το θέαμα αυτό από το παράθυρο..» με επέπληξε τρυφερά η γυναίκα μου. Στάθηκα λοιπόν και εγώ για ώρα στο παράθυρο και θωρούσα τα νέφη των φτερωτών αγγέλων να συστέλλονται και να διαστέλλονται με μιαν και μόνη πνοή – ποιός ήταν ο μαέστρος; – ζωγραφίζοντας ποικιλότροπα φανταστικά σχέδια – ποιός ήταν ο ζωγράφος; – ώσπου να πέσουν με κατακόρυφες βουτιές, ένα – ένα, λίγα – λίγα και, καταληκτικά, αθρόα σαν πούσι στα δέντρα. Ώσπου να πέσουν αθρόα στα κλαδιά της ψυχής μου για ν’αρχινίσουν τις τρίλιες τους, φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας μέσα στο ελάχιστο στήθος τους, λίγο πριν λουφάξουν.

Πέρασαν οι μέρες. Τα σπουργιτάκια τα ξέχασα. Και όταν αργότερα τα αναζήτησα πάλι δεν τα βρήκα, μέρες τώρα αδυνατώ να γίνω εκ νέου αυτόπτης μάρτυς, να αναστήσω εκείνη την έκτακτη καθημερινή ρουτίνα των απογευμάτων. Σαν εχθές, σα σήμερα – θα ήταν λες – που κούρνιασαν στα κλαδιά της ψυχής μου, που κούρνιασαν – ναι – μέχρι τη Βασιλεία των Ουρανών.