Πολλοί σημαντικοί άνθρωποι του πνεύματος, από τον χώρο της κλασικής μουσικής όσο και από τον χώρο του έντεχνου τραγουδιού, κατάγονται από την Αλεξάνδρεια. «Και αυτό δεν είναι τυχαίο», μας λέει ο γνωστός αλεξανδρινός μουσικοσυνθέτης Δημήτρης Παπαδημητρίου. «Κάποιος αντίλαλος μιλάει στην ψυχή με ένα διαφορετικό τρόπο και υπάρχει μια περηφάνια γι αυτό». Συναντήσαμε τον κο Παπαδημητρίου πριν από μερικά χρόνια στο γραφείο του στο Τρίτο Πρόγραμμα του Ελληνικού Ραδιοφώνου και μας μίλησε για τη δική του σχέση με αυτή την πόλη.
«Όσοι επέλεξαν την Αλεξάνδρεια ως τόπο κατοικίας ήταν όλοι άνθρωποι ανοιχτόμυαλοι, κοσμοπολίτες, ρομαντικοί και λάτρεις του εξωτικού με την έννοια της λατρείας του περίεργου και του παράξενου. Έχοντας γεννηθεί σ’ αυτή την πόλη, και έχοντας ζήσει εκεί μέχρι τα επτά μου χρόνια μπορώ να πω ότι έχω μια συναισθηματική και ιδεολογική σύνδεση.
Όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα είχα το συναίσθημα του επαναπατρισμού ίσο με αυτό του εκπατρισμού, πολύ ανάμεικτο και περίεργο. Όμως η Ελλάδα εκείνη την εποχή δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί τους αιγυπτιώτες, με αποτέλεσμα σιγά-σιγά το συναίσθημα του εκπατρισμού να υπερισχύσει. Ο λόγος ήταν πως η φτωχή Ελλάδα έπρεπε να μοιράσει το καρβέλι της σε ακόμα μικρότερα κομμάτια για να θρέψει όσους ήρθαν ξαφνικά, και οι οποίοι μέχρι τότε περνούσαν πολύ καλά. Άρα ήρθαμε σε έναν νέο χώρο ο οποίος δεν ήταν φιλικός, όπως νομίζαμε. Ήμασταν δακτυλοδεικτούμενοι και περίεργα στοιχεία και έπρεπε να ενταχθούμε ξανά σε μια νέα κατάσταση. Τέρμα η ανεμελιά της Αλεξάνδρειας. Επειδή όμως οι αιγυπτιώτες είναι ευγενικοί και μορφωμένοι άνθρωποι, το κλίμα άλλαξε και έγινε θαυμασμός. Αναίτιος θα έλεγα και ως ένα σημείο υπερβολικός, που εμείς οι ίδιοι δεν τον μοιραζόμαστε. Υπάρχει δηλαδή μέχρι σήμερα η αντίληψη, ότι, αυτομάτως, αφού είσαι αλεξανδρινός είσαι ένας μικρός Καβάφης που κυκλοφορείς ελεύθερος στους δρόμους. Αυτό φυσικά δεν ισχύει, ή ισχύει σε ένα μικρό ποσοστό.
Εγώ, φεύγοντας από την Αλεξάνδρεια συνειδητοποίησα ότι εγκατέλειψα έναν δικό μου τρόπο ύπαρξης και δημιούργησα έναν άλλο, νέων προδιαγραφών για να αντέξει την αθηναϊκή πλέον ζωή. Σαν παιδί προσπάθησα να σβήσω από πάνω μου οτιδήποτε με χαρακτήριζε ως αιγυπτιώτη. Κι αυτό, γιατί ήρθα στην Ελλάδα σε μια ηλικία αρκετά ευαίσθητη, και τα ελληνικά που μιλούσα ήταν ανάμεικτα με αραβικές και γαλλικές λέξεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνομαι αντικείμενο κοροϊδίας των συμμαθητών και των δασκάλων μου, οι οποίοι είχαν περίεργα συμπλέγματα. Και επειδή καταλάβαινα ότι δεν θα επιζούσα πολύ, αποφάσισα να σβήσω από τη μνήμη μου όλες τις γλώσσες που ήξερα και να ξεχάσω ότι ήμουν αλεξανδρινός. Όταν όμως κάποια στιγμή ισορρόπησα, άρχισε η ανασκευή και κατάλαβα ότι αυτός ήταν λόγος να νιώθω περήφανος. Θα έλεγα λοιπόν ότι σήμερα η Αλεξάνδρεια με κάνει να νιώθω ευχάριστα διαφορετικός.
Τελικά, αυτό το οποίο είναι η Αλεξάνδρεια είναι ένα οικόπεδο. Πώς όλοι έχουν ένα κτήμα στο χωριό τους, που τους το έχει δώσει ο παππούς τους και έχουν χτίσει πάνω το εξοχικό τους; Εμείς αυτό δεν το έχουμε. Για εμάς το οικόπεδο είναι ιδεολογικό. Είμαστε θα έλεγα λιγότερο δεμένοι με τα υλικά αγαθά. Όχι ότι δεν ζούμε ωραία, αλλά επειδή μας έχει τύχει ο εκπατρισμός δεν είμαστε τόσο δεμένοι με το χωριό, το οικόπεδο, την ύλη. Οι αλεξανδρινοί δεν είναι τόσο ενθουσιασμένοι να σου πουν ότι είναι αλεξανδρινοί. Εμείς για παράδειγμα δεν ρωτάμε τους άλλους από πού είναι με τόσο πάθος. Εγώ τουλάχιστον δεν ρωτάω από πού είναι κάποιος που συναντάω. Αυτό είναι μια απόδειξη ότι με την Αλεξάνδρεια έχουμε μια ιδεολογική σύνδεση, και στην ερώτηση της καταγωγής που είναι μια συνηθισμένη ερώτηση, δεν απαντούμε με θέρμη. Αν όμως μας ρωτήσουν που πήγαμε σχολείο, ποιοι ήταν οι δάσκαλοί μας και πώς ζούσαμε, τότε ναι, μπορεί κανείς να διακρίνει μια νότα υπερηφάνειας».