Έδωσε ο κυρ-Μήτσος ραντεβού στο εντευκτήριο της Ένωσης στα τρία παιδιά του προξένου λίγο πριν το μεσημέρι της Καθαράς Δευτέρας. Καθόμουν και λιαζόμουν κάτω από τον ήλιο, τον παιχνιδιάρικο αυτή την εποχή. Ήρθε προς το μέρος μου μεταφέροντας έναν μεγάλο γαλανόλευκο χαρταετό, με διπλής σειράς μακριά ουρά κλειστή στην άκρη της, που τον είχε υποσχεθεί από μέρες. Καθίσαμε πλάι και κουβεντιάζαμε για τον καιρό που άρχισε να ξανοίγει, για τον ήπιο φετινό χειμώνα και άλλα παρόμοια καθημερινά πράγματα.
Η ώρα περνούσε και οι πιτσιρικάδες αργούσαν να φανούν. Κάθε λίγο ο κυρ-Μήτσος με ρωτούσε την ώρα. Επιτέλους οι μικρότεροι, οι δίδυμοι Θανάσης και Μάριος έφτασαν χαμογελαστοί και, μόλις είδαν τον χαρταετό ακουμπισμένο στο τραπέζι άρχισαν να τον αγγίζουν και ανυπόμονοι να ζητούν το πέταγμά του.
Ο κυρ-Μήτσος σηκώθηκε και με την Νώτα, την μητέρα τους, πήραμε τον χαρταετό και τον μεταφέραμε στο μεγάλο γήπεδο της κοινότητας. Ήδη τα παιδιά της παροικίας σήκωναν τους δικούς τους. Φωνές, τρεχαλητά και χαρούμενα πρόσωπα. Επιχειρήσαμε αρκετές φορές να σηκώσουμε και εμείς τον χαρταετό, αλλά εις μάτην. Ή εμείς ξεχάσαμε τις τεχνικές ή ο καιρός δεν ήταν ο κατάλληλος. Κάποια στιγμή κάτι πήγε να γίνει, αλλά γρήγορα ο χαρταετός δεν πήρε πολύ ύψος και έπεσε στο έδαφος.
Απογοητευμένοι, περιμέναμε τον από μηχανής θεό, τον Σωτήρη, τον μεγαλύτερο γιο της οικογένειας. Επιτέλους ο Σωτήρης εμφανίστηκε με τον πατέρα του και οι δυο τους ρίχτηκαν στον αγώνα για το σήκωμα του χαρταετού. Μετά από αρκετές προσπάθειες, πήρε ύψος και όλοι μας χειροκροτούσαμε τον Σωτήρη που τραβούσε το σκοινί κι έτρεχε γρήγορα. Όμως και πάλι, ο χαρταετός, αφού έκανε κάποιες γκέλες πήρε την κατιούσα και κατέληξε άδοξα στο χώμα. Τα παιδιά δεν το ‘βαλαν κάτω. Τα αποτελέσματα πενιχρά, ο άνεμος αδύναμος με διαστήματα άπνοιας.
Τα μαζέψαμε και οδηγηθήκαμε στον ναυτικό όμιλο για το νηστίσιμο γεύμα. Εκεί άλλες παρέες παροίκων σε ευθυμία. Ξαφνικά και ενώ τα γκαρσόνια άρχισαν να μας σερβίρουν ο Μάριος αντίκρισε πολύ ψηλά στον καθαρό ουρανό της Αλεξάνδρειας τον χαρταετό να πετά περήφανος και με σταθερές κινήσεις, τον χαρταετό όλων μας. Τα πιρούνια έπεσαν και πήγαμε στην άκρη της βεράντας για ν’ απολαύσουμε το ωραίο πέταγμά του.
Νάσου σκάει μύτη και ο κυρ-Μήτσος με ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης. Τα βλέμματά μας τον αγκάλιασαν με έκπληξη. Αυτή τη φορά, όμως, την καλούμα την αμολούσε κάποιος Αιγύπτιος που δεν φαινόταν, καθώς τον έκρυβαν τα γύρω κτίρια. Αφού ο λεβεντόγερος κυρ-Μήτσος μας άφησε να απολαύσουμε για ώρα τον γαλανόλευκο χαρταετό, μας αποχαιρέτησε και λίγο αργότερα χάθηκε μαζί του και ο χαρταετός. Τσουγκρίσαμε για άλλη μια φορά τα κρασοπότηρα, αλληλοευχηθήκαμε καλή σαρακοστή, ενώ τα λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια ακούγονταν στη διαπασών και το κέφι κράτησε για τα καλά ως το λαμπρό ηλιοβασίλεμα.