Το Έθιμο της Βασιλόπιτας

Στον όρθρο κάθε νέας χρονιάς, η Α.Θ.Μ., ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ.κ.Θεόδωρος Β΄, ανελλιπώς τηρεί το πατροπαράδοτο έθιμο της κοπής της Βασιλόπιτας και με ειλικρινή χαρά ανταποκρίνεται στο κάλεσμα Φορέων και Συλλόγων της Μεγάλης Πόλεως, προκειμένου με την παρουσία του να σηματοδοτήσει την άρρηκτα δεμένη με το έθιμο αυτό προσδοκία των ανθρώπων να βελτιωθεί η βιωτή τους σε πείσμα καιρών χαλεπών και δυσπραγών.

Το έθιμο της Βασιλόπιτας ανάγει τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν το έθιμο κάθε Πρωτοχρονιά να τελούν εορτές προς τιμήν του Θεού Κ(Χ)ρόνου, ενώ οι Ρωμαίοι τελούσαν τις εορτές των Σατουρναλίων, από το ρωμαϊκό όνομα του Κρόνου (Saturn). Κατά τις εορτές αυτές, Έλληνες και Ρωμαίοι έφτιαχναν γλυκά και πίτες μέσα στα οποία έβαζαν νομίσματα. Ιδιαιτέρως γνωστός ήταν ο μελίπηκτος άρτος των αρχαίων Ελλήνων. Η ορθόδοξη παράδοση συνέδεσε το έθιμο αυτό με τον Άγιο της Εκκλησίας Μεγάλο Βασίλειο.

Στις μέρες μας το πρόσωπο του Αγίου Βασιλείου συγχέεται με το πρόσωπο του Santa Claus, για τον οποίο στη Δύση υπάρχει η δοξασία ότι επισκέπτεται τα σπίτια την παραμονή των Χριστουγέννων. Η μορφή του Santa Claus διαμορφώθηκε από τον αμερικανό σκιτσογράφο Τόμας Ναστ το 1862 με στολή στα χρώματα του ουράνιου τόξου, αργότερα δε για να ικανοποιηθούν οι διαφημιστικές ανάγκες της γνωστής αμερικανικής εταιρείας αναψυκτικών, ντύθηκε με κόκκινη στολή, την οποία φέρει έως σήμερα. Βέβαια η εμφάνιση του Santa Claus, ως χοντρούλη και πονηρούλη γέροντα που ταλαιπωρείται να χωρέσει μέσα από τις καμινάδες των σπιτιών, δεν έχει καμιά σχέση με τον ρωμιό ασκητικό Άγιο Βασίλειο.

Ο ρωμιός Άγιος Βασίλειος είναι, όπως παρουσιάζεται στις αγιογραφίες, ψηλός, λεπτός, με μακριά γενειάδα και σοβαρό ασκητικό βλέμμα. Γεννήθηκε το 330 μ.Χ. στην Καππαδοκία της Μικράς Ασίας από ευσεβή οικογένεια και είχε έντεκα αδέλφια, τα οποία όλα αφιερώθηκαν στην Εκκλησία, είτε ως επίσκοποι είτε ως μοναχοί. Ταξίδεψε πολύ και σπούδασε στις ονομαστότερες σχολές τις εποχής εκείνης. Ήταν πολύ μορφωμένος και αυτό φαίνεται από τα περίφημα συγγράμματα που μας άφησε κληρονομιά και τα οποία διαβάζονται και διδάσκονται μέχρι σήμερα στα πανεπιστήμια όλου του κόσμου.

Μόλις χειροτονήθηκε μοίρασε όλη του την περιουσία στους φτωχούς. Για να ανακουφίσει τον πόνο των πασχόντων συνανθρώπων του, έκτισε έξω από την Καισάρεια μια μικρή πόλη, την Βασιλειάδα, με νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία, σχολεία και εργαστήρια που παρήγαγαν κάθε αγαθό για τους κατοίκους της Καισάρειας. Ήταν ατρόμητος και έλεγε τη γνώμη του με θάρρος, μη διστάζοντας να έρχεται σε σύγκρουση με την εξουσία, όταν αυτή στρεφόταν εναντίον της πίστεως.

Στην εποχή του ανέβηκαν στον θρόνο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αυτοκράτορες που δεν ήταν φιλικοί προς τον χριστιανισμό, όπως ο Ιουλιανός και ο Ουάλης. Ο τελευταίος τοποθέτησε στην περιοχή του Αγίου ως διοικητή τον Μόδεστο, ο οποίος ήταν σκληρός και αδίστακτος προς τους χριστιανούς. Αυτός ζήτησε από τους κατοίκους να μαζέψουν ό,τι είχε αξία, χρήματα, κοσμήματα, σκεύη χρυσά και ασημένια, και να του τα παραδώσουν. Σε αντίθετη περίπτωση θα εξόριζε τους κατοίκους και θα δήμευε τις όποιες περιουσίες τους. Ο Μέγας Βασίλειος αρνήθηκε να εκτελέσει την εντολή, επισύροντας την οργή του επάρχου. Οι χριστιανοί όμως θέλοντας να βοηθήσουν τον επίσκοπό τους μάζεψαν ό,τι πολυτιμότερο είχαν και το πρόσφεραν για να σώσουν τον Άγιο.

Ο έπαρχος κατέλαβε την πόλη, επισκέφθηκε τον Άγιο και τον απείλησε με δήμευση της περιουσίας του, εξορία και βασανιστήρια. Η απάντηση του Βασιλείου ήταν ηρωική: “Δεν μπορείς να δημεύσεις και να πάρεις κάτι από κάποιον που δεν έχει τίποτα, εκτός εάν θέλεις να δημεύσεις το τριμμένο μου ράσο και τα λίγα βιβλία που έχω. Ακόμη η εξορία για μένα δεν έχει νόημα, αφού δεν έχω μόνιμη κατοικία. Τέλος τα βασανιστήρια δεν μπορούν να επιφέρουν τίποτε σε έναν άνθρωπο που δεν έχει σώμα, αφού το σαρκίο που κουβαλώ με την πρώτη πληγή θα πέσει νεκρό και ουσιαστικά θα με ευεργετήσει.” Εντυπωσιασμένος από την αγέρωχη στάση του, ο Μόδεστος συζήτησε αρκετή ώρα με τον Βασίλειο και ο στρατός του αποχώρησε από την πόλη χωρίς να πειράξει κανένα.

Τότε δημιουργήθηκε το πρόβλημα της επιστροφής των τιμαλφών που μαζεύτηκαν. Μετά από σκέψη ο Μέγας Βασίλειος είπε σε όλους τους διακόνους και τους βοηθούς του να μαζευτούν και να φτιάξουν μικρές πίτες-ψωμάκια, εντός των οποίων να βάλουν από ένα χρυσό νόμισμα ή ένα από τα συγκεντρωθέντα τιμαλφή. Οι πίτες μοιράστηκαν στα σπίτια και ο καθένας έβρισκε μέσα στην πίτα του ό,τι του έλαχε. Υπήρξε λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι η Βασιλόπιτα. Έφερε στους ανθρώπους χαρά και ευλογία μαζί. Έτσι ξεκίνησε το χριστιανικό έθιμο της Βασιλόπιτας, το οποίο συνδέθηκε με την Πρωτοχρονιά λόγω του ότι ο Άγιος κοιμήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ. και η εορτή του ορίστηκε την ημέρα εκείνη.

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ

Έκτοτε η εορτή του Αγίου Βασιλείου συνδέθηκε με την ευλογία του νέου χρόνου και έλαβε ξεχωριστή θέση εντός του εορτολογίου και των παραδόσεων των χριστιανών Ελλήνων. Οι πιστοί, είτε ως οικογένεια είτε ως κοινότητα, μαζεύονται στην αυγή κάθε νέου χρόνου όχι μόνο για να τελέσουν το έθιμο, αλλά και για να ενδυναμώσουν δεσμούς, να βιώσουν την κοινή καταγωγή και την κοινή πίστη, να ανανεώσουν τη βεβαιότητα ότι αποτελούν μια κοινότητα, ένα έθνος, το ελληνικό. Μια βεβαιότητα που επικυρώνουν, πέραν του όμαιμου, του ομόγλωσσου και του ομόθρησκου, το ομότροπον, δηλαδή οι κοινές συνήθειες και τρόποι συμπεριφοράς, μέσω των οποίων διασώζεται η κοινή ιστορική μνήμη.

Σήμερα βέβαια το πλανητικό φαινόμενο του φονταμενταλισμού της αγοράς αλλάζει ραγδαία τον τρόπο ζωής μας και μεταβάλλει τον τρόπο τηρήσεως των παραδόσεων και των εθίμων, αναμειγνύοντας έθιμα και πολιτιστικές παραδόσεις, με κυρίαρχες όσες καθοσιώνουν το πρότυπο του ακόρεστου καταναλωτή, παρά όσες προσφέρουν προσανατολισμό και νόημα ζωής. Στην παγκοσμιοποιούμενη κουλτούρα των καιρών μας, η τήρηση του εθίμου της Βασιλόπιτας αντέχει γιατί συνδέεται αφενός με την ανάγκη να τιμηθεί ο Θεός για τα προσφερόμενα αγαθά, αφετέρου με την ανάγκη να διατηρηθούν αναλλοίωτοι οι δεσμοί της κοινότητας.

Αυτήν ακριβώς τη διττή αναγκαιότητα εξυπηρετεί η συνεπής παρουσία του Αλεξανδρινού Προκαθημένου στις τελετές κοπής της Βασιλόπιτας στη Μεγάλη Πόλη. Προσωποποιεί την ανάγκη να αποδοθεί ο οφειλόμενος σεβασμός προς τον Θεό και τον Άγιό Του, Μεγάλο Βασίλειο. Συγκεφαλαιώνει την ανάγκη να αναπεμφθεί, αφενός μεν η πρέπουσα ευγνωμοσύνη για την ευλογία που παρείχε ο Θεός την χρονιά που πέρασε, αφετέρου δε η παράκληση για την ανανέωση της ευλογίας αυτής και για την ανατέλλουσα χρονιά. Διατρανώνει την ανάγκη να διατηρηθούν και να ανανεωθούν οι δεσμοί της κοινής καταγωγής, δεσμοί ζωτικοί για τον Ελληνισμό της Διασποράς.

Ως επικεφαλής του αρχαιότερου φορέα διαδόσεως του ευαγγελικού λόγου, αλλά και ως δυναμικός σκαπανέας του ευαγγελισμού των εθνών σε ολόκληρη την αφρικανική ήπειρο, διακηρύσσει προς το πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλεξανδρείας ότι η έλευση του νέου έτους, συνδυαζομένη με την πραγμάτωση της ευαγγελικής εντολής της αγάπης προς τον πλησίον, προσφέρει την ευέλπιδα ευκαιρία να αναμορφώσουμε εν Χριστώ τον εαυτό μας, τον άλλο και τον άξενο κόσμο μας.

Επιμέλεια

Αρχιμ.Απόστολος Τριφύλλης

Δ/ντης Ιδιαιτέρου Γραφείου Α.Θ.Μ.